Δὲν μποροῦσαν νὰ κλέψουν τὸν νεκρὸ ἀπὸ τὰ χέρια του,[354] μόνο νὰ τὸν ζητήσουν. Ἡ λύπη τους γίνεται αἴτημα καὶ ἀπειλή,[355] φωνὴ μητρικὴ μαζὶ καὶ θεία ἐντολή, προσωπικὴ παρουσία τῆς ἠθικῆς συνείδησης.[356] Ἡ μεταστροφὴ τοῦ Ἀχιλλέα ἀρχίζει τὴν ὥρα ποὺ ὁ σεβασμὸς γιὰ τὸ θεῖο θέλημα ὑπερισχύει τῆς ὀργῆς: “ἔτσι ἂς γίνει, ὁποιοσδήποτε φέρει λύτρα, αὐτὸς ἂς πάρει καὶ τὸν νεκρό, ἂν μὲ συνετὴ καρδιὰ τὸ ζητάει ὁ ἴδιος ὁ Δίας”.[357]

Ὁ σεβασμὸς δὲν ἀρκεῖ γιὰ νὰ ὑπάρξει μεταστροφή, ἀπὸ μόνος του θὰ σήμαινε ἁπλῶς δικαιοπραξία. Ὡς πρὸς αὐτὸ σωστὰ ὁ Παπαρρηγόπουλος τονίζει τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἀγαπημένος τοῦ Δία Ἀχιλλέας δὲν ὑπακούει ἁπλῶς, ἀλλὰ γιατρεύεται ἡ καρδιά του, θερμαίνεται (θυμὸν ἰήνῃ) — πεφιδήσεται ἀνδρός: θὰ λυπηθεῖ τὸν ἄνθρωπο (τὸν πατέρα τοῦ Ἕκτορα) μὲ ὅλη τὴν ψυχή του.[358]

Μεταστροφὴ μπορεῖ νὰ συμβεῖ ἢ νὰ μὴ συμβεῖ. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἀνακοινώνεται ἡ λύπη τῶν Θεῶν γιὰ τὸν Ἕκτορα, ἕως ὅτου ὁ Ἀχιλλέας ἀκούσει ὅ,τι ἔχει νὰ πεῖ ὁ Πρίαμος, μεσολαβοῦν περίπου 500 στίχοι ἀβεβαιότητας, ἂν πράγματι θὰ γιατρευτεῖ ἡ ψυχή του. Ὅμως δὲν λυπήθηκε τὸν Πρίαμο κυρίως. Ὁ Πρίαμος μὲ τὸν δικό του πόνο καθάρισε τὴν ὀργὴ τοῦ Ἀχιλλέα, τὸν ἔστρεψε στὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν δικό του πατέρα (μέσα του “ξεσηκώνεται ὁρμὴ νὰ κλάψει γιὰ τὸν δικό του πατέρα”[359]) καὶ γιὰ τὸν Πάτροκλο. Ὁ Ἀχιλλέας δὲν συγκινήθηκε τόσο γιά τὸν Πρίαμο ὅσο μαζί του, “ἔπιασε τὸ χέρι τοῦ γέροντα, τὸν ἀποτράβηξε ἥσυχα καὶ θυμήθηκαν οἱ δυό τους. Ὁ ἕνας μὲ δύναμη ἔκλαιγε γιὰ τὸν ἀντροφόνο Ἕκτορα πεσμένος στὰ πόδια τοῦ Ἀχιλλέα, κι ὁ Ἀχιλλέας ἔκλαιγε γιὰ τὸν δικό του πατέρα καὶ πάλι γιὰ τὸν Πάτροκλο”.[360] Μοιράστηκαν λοιπὸν τὸ δικό τους, τὸ ἀναγνώρισαν κοινόν, ἄνοιξαν καθένας τὴν ψυχή του στὸν ἄλλο.