“Δὲν ἀρκέσθηκε νὰ σκοτώσει τὸν Ἕκτορα, ἀλλὰ καὶ τρύπησε τὸ κάτω μέρος τῶν ποδιῶν τοῦ νεκροῦ, τὰ ἔδεσε μὲ λουριὰ στὸν δίφρο τοῦ ἅρματος, ὥστε ἡ κεφαλὴ καὶ ἡ χαίτη σέρνονταν στὴ γῆ. Δὲν κορέσθηκε οὔτε ἀπὸ αὐτὴ τὴν τιμωρία, ἀλλὰ θυσίασε ἐπάνω στὴν πυρὰ τοῦ Πάτροκλου δώδεκα ἄλλους Τρῶες αἰχμαλώτους — ὅταν ξαφνικὰ παρουσιάστηκε μπροστά του ὁ Πρίαμος, ὁ πατέρας τοῦ ἀπεχθοῦς ἀντιπάλου, γιὰ νὰ ζητήσει τὸ πολυαγαπημένο λείψανο. Παρουσιάστηκε ὁ Πρίαμος· καὶ ὁ Ἀχιλλέας, ὁ ὁποῖος πρὶν ἀπὸ λίγο ἔλεγε στὸν Ἕκτορα ὅτι θὰ ἔτρωγε ὠμὲς τὶς σάρκες του· ὁ ὁποῖος ὀρκιζόταν ὅτι ὁσαδήποτε λύτρα καὶ ἂν τοῦ προσφέρουν, οὐδέποτε θὰ ἔδινε τὸν νεκρὸ στοὺς γονεῖς, ὁ ἴδιος αὐτὸς Ἀχιλλέας μόλις εἶδε τὸν γηραιό, ἀτυχῆ, ταπεινωμένο πατέρα, συγκινεῖται καὶ λησμονεῖ τὴν ἐκδίκηση καὶ κλαίει μαζὶ μὲ τὸν ἱκέτη. Ἀποδίδει δὲ τὸν Ἕκτορα μὲ κάθε τιμή, κι ἐν τῶ μεταξὺ περιθάλπει συμπονετικὰ τὸν γέροντα”.[350]

 

Ο ΕΚΤΟΡΑΣ ἦταν ὁ τελευταῖος τῆς Τροίας ζωντανὸς στὴν ὀμορφιὰ τῆς Ἑλένης, γι’ αὐτὸ καὶ τελευταῖος ζωντανὸς στὴν ὀμορφιὰ τῶν Θεῶν, “ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ κατοικοῦν τὴν Τροία ὁ πιὸ ἀγαπημένος τῶν Θεῶν”.[351] Ἐννιὰ χρόνια πολεμοῦσαν οἱ Δαναοὶ γιὰ τὴν Ἑλένη, ἐννιὰ μέρες νεῖκος ἐν ἀθανάτοισιν ὄρωρεν, “ξέσπασε πόλεμος ἀνάμεσα στοὺς ἀθάνατους γιὰ τὸν νεκρὸ τοῦ Ἕκτορα καὶ γιὰ τὸν πορθητὴ Ἀχιλλέα”,[352] γιατὶ “λυπόντουσαν οἱ μακάριοι Θεοί, βαθειὰ βλέποντας τὸν Ἕκτορα” νὰ τὸν κακοποιεῖ ὁ Ἀχιλλέας.[353]