Βιο–μηχανικὰ σκεπτόμενος ὁ Ἕγελος νόμιζε πὼς ἡ φιλοσοφία ἀναπληρώνει ἀπώλειες βιοτικῆς ἰσχύος. Μὲ τὴν ἐνδυνάμωση τῆς ἐπιβίωσης γιὰ ἀρχή της, ἔστω μόνο τὴν ψυχολογικὴ αὐτοάμυνα μιᾶς ‘δικαίωσης’ ἢ ἁπλῆς ἐξήγησης ὅσων μοιάζουν νὰ ἀπειλοῦν τὴν ὕπαρξη, ἡ ‘φιλοσοφία’ ἀποτελεῖ ἐργαλεῖο, δημιουργεῖται ὡς ἀνάγκη, δὲν εἶναι φιλία ἑπομένως οὔτε φιλοσοφία. Ἡ παρατήρηση τοῦ Ἕγελου μπορεῖ νὰ χρησιμεύει κάπως γιὰ τὴν κατανόηση περιθωριακῶν ‘φιλοσοφικῶν’ ρευμάτων, ἰδίως νεωτέρων, παραπλανᾶ ὅμως ἂν ἐφαρμόζεται στὸν κορμὸ τῆς φιλοσοφίας, περιλαμβανομένης τῆς χρήσεως τῆς ἀρχαίας φιλοσοφίας στὴν ὀρθόδοξη θεολογία, ὅπου ἐπίσης ἡ ἐπιθυμία γιὰ ἐνίσχυση τοῦ ἐγὼ ὡς τέτοια δὲν ἀποτελεῖ ἀρχὴ ἀλλὰ κίνδυνο καὶ πειρασμό.

Σύμφωνα μὲ τὸν Πορφύριο, ὁ Πυθαγόρας πρῶτος ἀναγνώριζε καθαρὰ καὶ ἔμπρακτα τὴν ἑνότητα τῆς φιλίας ὡς πηγὴ τῆς φιλοσοφίας, “ὑπεραγαποῦσε τοὺς φίλους του, πρῶτος ὀνόμασε ‘ὅλα κοινὰ ὅσα ἔχουν οἱ φίλοι’, καὶ ‘τὸν φίλο ἄλλο ἑαυτό’.

“Καὶ ὅταν εἶχαν τὴν ὑγεία τους ζοῦσε συνεχῶς μαζί τους, ὅταν εἶχαν ἀρρώστιες τοὺς θεράπευε, καὶ τοὺς παρηγοροῦσε ὅταν ἔπασχαν οἱ ψυχές τους”.[397]