Ὅταν οἱ δύο φίλοι εἶναι πάλι μαζί, μετὰ τὸν θάνατο καὶ τοῦ Ἀχιλλέα, δὲν ἔχουν οὔτε στὸν ἅδη τὴν θεία Δόξα, ἀλλὰ ‘μοιράζονται’ ὕπαρξη φαντασμάτων[373] — δὲν μποροῦν νὰ ἀναγνωρίσουν κανένα ζωντανὸ ἂν δὲν πιοῦν αἷμα, δὲν μποροῦν νὰ ἀγγίζουν ἢ νὰ τοὺς ἀγγίζεις, δὲν ὁρίζουν τὸν βίο τους. Ὁ Ὅμηρος συνδέει τὸν θάνατο μὲ τὴν κοίμηση ὡς παράδοξη φθορὰ τῆς ψυχοσωματικῆς ἑνότητας καὶ ἀσθενῆ συνείδηση.[374] Ὁ ὁμηρικὸς ἄνθρωπος δὲν ἔλεγε πὼς “πάντα ὑπῆρξε καὶ πάντα θὰ εἶναι ἕνας ἄτυχος φουκαράς”,[375] ὅμως ἡ ὁρμὴ τῆς ἐρωτικῆς ἕνωσης ἀναγκαῖα προετοίμαζε τὸ βίωμα τῆς διαίρεσης φρικτό, καὶ εἶναι ἡ ἀπώλεια τῆς θείας Δόξας καὶ Ὀμορφιᾶς ποὺ ἀνήκει στὴν φιλία, ἡ μεγάλη ὑπαρξιακὴ μαζὶ καὶ διανοητικὴ ἀπορία τῆς φιλοσοφίας, ὅπως σημαίνει ὁ θρῆνος στὴν Ἐκκλησία μας, ποῦ ἔδυ Σου τὸ Κάλλος, ὅμως τότε χωρὶς τὴν βεβαιότητα τῆς Ἀνάστασης.

 

ΣΩΣΤΑ ὁμολογεῖται πὼς ἡ φιλοσοφία γεννήθηκε στὴν Ἑλλάδα, πὼς δὲν ὑπάρχει καὶ δὲν νοεῖται ἰνδική, κινεζικὴ ἢ ἄλλη φιλοσοφία, μολονότι ὁ λόγος τῆς διακρίσεως δὲν ἔχω δεῖ νὰ ἀναγνωρίζεται σωστά.[376] Φιλοσοφία σημαίνει ὅτι τὰ πάντα ἔχουν τεθεῖ ὑπὸ διερώτηση, ὅμως ἀνακρίνονται ἀπὸ τὴν σοφία τῆς φιλίας, ἡ ὁποία γίνεται ἐπίσης φιλία τῆς σοφίας: ἡ φιλοσοφία ἔχει καὶ ἀπαιτεῖ ὡς φυσικὸ προορισμό της τοὐλάχιστον τὴν σοφία τῆς ἀρχῆς της.[377]