Τὸν Ἀχιλλέα ταπείνωνε ὁ Πάτροκλος, τὸν Σωκράτη ὁ Πλάτων, τὸν Πλάτωνα ὁ Φαῖδρος…, καὶ ὅλους ἐκεῖνος ποὺ εἶπε ὅτι “κανεὶς δὲν ἔχει ἀγάπη μεγαλύτερη ἀπὸ αὐτή, νὰ βάλει τὴν ψυχή του γιὰ χάρη τῶν φίλων του”.[368] Ὅπως τὸ περιγράφει ὁ ἅγιος Σιλουανός, “τὸν κοίταξα καὶ ἡ ψυχή μου ταπεινώθηκε ἕως σποδοῦ μπροστά του … Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ζεῖ μέσα στοὺς ἁγίους. Ὤ, Κύριε, κάνε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ γίνουν ὅπως ὁ νεαρὸς αὐτὸς μοναχός. Ὅλος ὁ κόσμος θὰ στολιζόταν δόξα, γιατὶ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ θὰ ἐκχεόταν ἄφθονα στὸν κόσμο”.[369]

 

Η ΡΙΖΑ √ΚΕΙ παρήγαγε λέξεις ὅπως κείω, κοίτη, κοιτίς, κοιμάω, κοιμῶμαι, κώμη, ὠκεανός, κειμήλιον, κείμενον… Ἂν ὁ Ὅμηρος ἤθελε νὰ πεῖ ὅτι ὁ Πάτροκλος πέθανε, ἢ ἔπεσε, κλπ, μποροῦσε νὰ τὸ κάνει, ἀλλὰ εἶπε κεῖται, δηλαδὴ στεκόταν, πολεμοῦσε, χτυπήθηκε, πέθανε, ἔπεσε καὶ τώρα κεῖται μπροστά σου κάτι περιμένοντας ἀπὸ τὴν δική σου ζωή. Κείσθω διηπορημένον, λέει ὁ Πλάτων γιὰ τὸ ὄν.[370] “Δὲν ἑνώθηκες μὲ τὸν Χριστὸ ἀπὸ ἀγάπη,” ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος Θεόγνωστος, “γιατὶ ἂν εἶχες ἑνωθεῖ, θὰ ἔσπευδες ὅπου ἀκριβῶς βρίσκεται ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶς, καὶ καθόλου δὲν θὰ συνέχιζες νὰ ἀσχολεῖσαι μὲ τὸν βίο καὶ τὴ σάρκα σου”.[371]