Στὸ ἐπίπεδο τῶν πεποιθήσεων διακρίνεται σχετικὴ ἑνότητα ἀνάμεσα στὸν Πλάτωνα καὶ τὸν Ἀριστοτέλη, ὥστε “κατὰ τὸν διδάσκαλο τοῦ Πρόκλου Συριανό, τὸ ἔργο τοῦ Ἀριστοτέλους εἶναι τὰ ‘μικρὰ μυστήρια’ ποὺ προετοιμάζουν γιὰ τὰ ‘μεγάλα μυστήρια’ τοῦ πλατωνικοῦ ἔργου”.[405] Ὅμως δὲν προετοιμάζουν πραγματικά, γιατὶ στὸ ἦθος τοῦ λόγου Πλάτων καὶ Ἀριστοτέλης χωρίζονται ἀπὸ ἄβυσσο. Τὸ ἦθος δὲν συγκρίνεται μὲ πεποιθήσεις, καὶ φιλοσοφικὸ ἦθος εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, μπροστὰ στὴν ὁποία ὁ Παῦλος ἔλεγε ὅτι οἱ πεποιθήσεις δὲν ἔχουν καμμία ἀπολύτως ἀξία, γιατὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν ζεῖ μὲ πεποιθήσεις ἀλλὰ μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ: “θἀρθῶ γρήγορα σὲ σᾶς, ἂν ὁ Κύριος θελήσει, καὶ θὰ δῶ ὄχι τὰ λόγια τῶν πεφυσιωμένων, ἀλλὰ τὴν δύναμη”.[406]

Ἡ ὑψηλότερη γνωστή μας στιγμὴ τοῦ Ἀριστοτέλη ἦταν ὅταν δὲν σκέφτηκε κανένα πρόβλημα, ἀλλὰ τοῦ δόθηκε νὰ σταθεῖ καὶ νὰ θαυμάσει τὴν ψυχὴ τοῦ Πλάτωνος, “ἀνδρός, ποὺ οὔτε νὰ τὸν ἐπαινοῦν δὲν ἔχουν δικαίωμα οἱ ἀνάξιοι”.[407] Ἴσως ἡ δήλωση αὐτή, δήλωση τῆς ἴδιας τῆς ἀρχαίας ψυχῆς, ἂν πρόκειται γιὰ μῦθο, φανερώνει ὄψη τοῦ χαρακτῆρα του, ἡ ὁποία ὑποχωροῦσε χωρὶς νὰ ἔχει χαθεῖ τελείως. Ἄλλωστε καὶ ὁ ἀριστοτελικὸς ὑπο–λογισμὸς συχνὰ μοιάζει λυρικὴ ποίηση συγκρινόμενος μὲ τὰ ‘ἐπιτεύγματα’ τοῦ μεσαιωνικοῦ καὶ νεώτερου σχολισμοῦ καὶ σχολαστικισμοῦ.