ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ γνωστό, ὁ Ἀριστοτέλης πίστευε καὶ δὲν πίστευε στὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, παραμένοντας μᾶλλον ἀδιάφορος γιὰ τὸ ζήτημα. Σκεπτόμενος κανεὶς τὸν ἑαυτό του ἀποκλειστικὰ ἢ κυρίως, φυσιολογικὸ νὰ μὴν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν ἀθανασία, καὶ μᾶλλον νὰ τρομάζει, γιατὶ τὸ σκουλήκι ἀργὰ ἢ γρήγορα βλέπει φρίκη στὴ διαιώνισή του — στὴν αἰώνια κόλαση, ὅπου τὸ σκουλήκι τους δὲν πεθαίνει καὶ ἡ φωτιὰ δὲν σβήνει.[408]

Ἡ Ἀνάσταση παύει νὰ διαιωνίζει ματαιότητα, γίνεται εὐλογία καὶ περίσσεια ζωῆς, ὅταν θέλω τὴν ζωὴ ἄλλου, ὄχι τὴν δική μου — τὴν ὁποία καὶ πάλι δὲν μπορῶ νὰ ζητήσω πραγματικά, ὅσο δὲν ἔχω δεῖ ἀπὸ ποῦ ἔρχεται ὁ ἄλλος, ὁποιοσδήποτε, αὐτὸς ποὺ ἀγαπήθηκε καὶ αὐτὸς ποὺ ἀκόμη δὲν ἔχει ἀγαπηθεῖ, καὶ ὁ ξένος καὶ ὁ φτωχός, ἀπὸ τὸν Δία εἶναι ὅλοι.[409]

Τὸ ἀρχαῖο θεμέλιο τῆς φιλίας γιὰ τὴν σοφία καὶ πρωταρχικὰ σοφίας τῆς ἴδιας τῆς φιλίας, δὲν ἔγινε γιὰ νὰ ‘ξεπεραστεῖ’, ἀλλὰ διαρκῶς προϋποτίθεται στὸν πνευματικὸ βίο, ἐλεύθερο θεμέλιο καὶ μαζὶ προορισμός — ἡ ζωντανὴ σκέψη δὲν ἀρχίζει στὸ κενό, οἰκοδομεῖται στὸν Χριστό: εἶναι φανερό, εἰδοποιεῖ ὁ Συμεών, αὐτὸς ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀγαπήσει, δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ πιστέψει.[410]