Τὴν φιλοσοφικὴ ὁρμὴ οἰκειοποιοῦνται ἐπίσης κεντρικὲς καθημερινὲς συνήθειες τῆς ἀρχαίας Πόλης, ὅπως, γιὰ παράδειγμα, ὁ χαιρετισμός, σὲ μορφὴ ποὺ δὲν ἀπουσιάζει οὔτε ἀπὸ τὴν σημερινὴ Ἑλλάδα: “ὅταν συναντοῦσαν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο (οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες) χαιρετιόνταν σηκώνοντας τὸ δεξὶ χέρι ψηλά, ἀλλὰ δὲν ἔδιναν τὸ ‘φιλὶ τοῦ χαιρετισμοῦ’ ὅπως ἔκαναν οἱ Ρωμαῖοι”,[395] τὸ φιλὶ ποὺ ἀνήκει στὴν σπανιότητα καὶ δὲν ταιριάζει νὰ γίνεται κενὴ ἐθιμοτυπία.

Τέτοια ἤθη δὲν προέρχονται ἀπὸ συμβάσεις, πρόκειται γιὰ αὐθόρμητες ἀνεπίγνωστες ἐκδηλώσεις τῆς κοινωνικῆς ψυχῆς, ἡ δὲ ὕπαρξή τους μέχρι σήμερα καὶ πέρα ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα τὶς ἀποδεικνύει διαρκῶς δυνατές. Ὕψωση τοῦ χεριοῦ προϋποθέτει ἀπόσταση, ὥστε ζητούμενο γίνεται ἄνευ ὅρων ἐπαφὴ μέσα ἀπὸ τὸ ὑψηλότερο, πρόκειται γιὰ εὐλογία καὶ ὑπόσχεση ἰσχυρότερης φιλίας. Στὴν χειραψία ἡ ἐγγύτητα σημαίνει τὸ ὕψος παρόν, γι’ αὐτὸ τὴν “συνήθιζαν μόνο σὲ μερικὲς πράξεις μὲ θρησκευτικὸ χαρακτῆρα καὶ εἶχε τὴν ἔννοια μιᾶς ἐπίσημης ὑπόσχεσης. Στὶς ἐπιτύμβιες στῆλες, βλέπουμε συχνὰ τὸν νεκρό, κι ἕναν ἀπὸ τοὺς γονεῖς του ποὺ ζοῦν ἀκόμη, νὰ δίνουν τὰ χέρια”.[396]