Μὲ τόση ἀφέλεια συμπορεύεται στὰ ἴχνη τῆς βιο–μηχανίας ἡ δυτικὴ φιλολογία καὶ μαζί της ὁ σημερινὸς ἑλληνισμός, ὥστε πράγματι, ἂν καὶ πρόκειται γιὰ ἔγκλημα δὲν μπορεῖ νὰ καταλογιστεῖ εὐθύνη.[385] Ὁ Βιλαμόβιτς δὲν νοιώθει καμμιά δυσφορία ἀλλὰ καὶ ἐπαίρεται γιὰ τὸ “ἀκαδημικὸ μουσεῖο”,[386] ὅπου καταλήγουν τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο τὰ ἔργα τῆς ἐπιστήμης ἔχοντας ξεπεραστεῖ καὶ ἀντικατασταθεῖ. Τί παράγει τελικὰ ἡ ‘φιλοσοφία’ αὐτὴ τῶν γνωστικῶν τομέων καὶ τοῦ ὑπολογισμοῦ, γνώση ἢ πλάνη;

 

Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ δὲν εἶναι βουτιὰ στὸ κενὸ ἢ στὴν οὐτοπία, ἀλλὰ Ὀδύσσεια, ἔξοδος τοῦ συλλογισμοῦ ἀπὸ κάθε βεβαιότητα, διατρέχοντας ὅλους τοὺς δυνατοὺς κινδύνους στὸ κατηγορικὸ καὶ συμβολιστικὸ ἐπίπεδο, ἑπομένως καὶ στὸν βίο ἐφ’ ὅσον διαμορφώνεται ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο αὐτό, ἀλλὰ πάντα κινδυνεύοντας στὸν ὁρίζοντα τῆς φιλίας, ἀπ’ ὅπου ἄρχισε.

Ὁ Ὀδυσσέας δὲν ὀργάνωσε μορφωτικὲς ἐκστρατεῖες καὶ δὲν ὑπέστη μοιραῖες περιπέτειες: τὸν ὁδήγησε προσωπικὰ ὁ Θεὸς στὴν ἐπίσκεψη, μέσα ἀπὸ ἐξαρτήσεις ἀκόμη καὶ τῆς ἁπλῆς ἐπιβίωσής του ἀπὸ ἄγνωστους τόπους, τὸν ἔφερε νὰ γνωρίσει τὸν νόον πολλῶν ἀνθρώπων, φανερώνοντας κινδύνους τῆς πνευματικῆς ζωῆς στὸν ὁρίζοντα τῆς τελειοποίησής της, ἀφίξεώς της σὲ ἀνανεωμένη τὴν πληρότητα τῆς θεμέλιας ἑστίας — στὴν ἐλευθερία, κοινωνία καὶ μοναδικότητα τῆς ψυχῆς δημιουργῶντας τὸν κόσμο προσωπικό, θεϊκὸ καὶ διαρκῶς περισσότερο ἄγνωστο παρὰ γνωστό. Γι’ αὐτὸ οἱ μηχανές του πολεμοῦν ἀντιπάλους, δὲν πολιορκοῦν τὸ Νόημα, τὸ ὁποῖο ἐξ ἀρχῆς ὑπάρχει συνειδητό, καὶ ἴσως ὄχι συνεχῶς ἀλλὰ ὅμως αὐτό μεγαλώνει, καὶ μόνο αὐτὸ ἔχει σημασία ἂν μεγαλώνει. Ὁ ἴδιος ὁ Ὅμηρος ἀρχίζει τοὺς στίχους του προσευχόμενος νὰ συμβεῖ ἡ μύηση αὐτὴ στὴν ποίησή του ὡς προσωπική του ποίηση καὶ παιδεία: “ἄνδρα μοι ἔννεπε…”