Ἡ ‘ὑποταγὴ’ τῆς θεωρητικῆς στὴν ἐφαρμοσμένη ἐπιστήμη ὅπως προτείνεται ἀπὸ τὸν Βασίλειο, δὲν προϋποθέτει χρησιμοθηρικὴ νοοτροπία, ἀλλὰ ἐπίγνωση τῆς ἱδρυτικῆς ὥστε καὶ ἀνυπέρβλητης ἀνεπάρκειας τῆς ἐπιστημονικῆς ἀπόβλεψης, καθηλωμένης στὸ ἀποδεικτέο καὶ ἀποδείξιμο. Ἡ ἐπιστημονικὴ φαντασία ἔχει ὁδηγηθεῖ σὲ ἐπίκριση ἀκόμα πιὸ αὐστηρή, στὴν ἴδια τὴν ὠφέλεια τῆς ἐπιστήμης διαβλέποντας παρενέργειες: ἔχοντας τὸ νόημά τους σὲ κάποιο σκοπό τους, ἰσχὺς καὶ ἄνεση ἀπογοητεύουν καθεαυτὲς ἢ καὶ ἐντείνοντας στὰ ὅρια τὰ βιώματα ἀπουσίας σκοποῦ συντρίβουν τὸν ἄνθρωπο τελείως. Ὅμως ἡ ἐκ τῶν ἔσω κριτικὴ τῆς ἐπιστήμης, ἀκόμα καὶ ἡ πιὸ τολμηρὴ καὶ ἀκριβής, ἐπίσης ἀπογοητεύει — ὁσοδήποτε ἱκανὴ γιὰ διάγνωση ἀδιεξόδων, πάντοτε ἀνίκανη γιὰ τὴν ὑπέρβασή τους.

“Στὴν Χρονομηχανὴ τοῦ Χ. Τζ. Γουέλς, ὁ ἀφηγητὴς συνειδητοποιεῖ πὼς ἡ τεχνολογικὴ πρόοδος πρὸς τὴν σχόλη καὶ τὴν χλιδὴ εἶχε ἀποδειχτεῖ αὐτοκαταστροφική· καὶ ταξιδεύει ὅλο καὶ βαθύτερα μέσα στὸν χρόνο, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ βρίσκει κάθε εἴδους ζωὴ σὲ βαθμιαία ἐξαφάνιση πάνω στὸν πλανήτη. Στὸ ὁλοένα ὑψηλότερο οἰκοδόμημα τοῦ πολιτισμοῦ διαβλέπει μονάχα ἕναν ‘ἀνόητο σωρό, ποὺ μοιραῖα στὸ τέλος θὰ πέσει πάνω σ’ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἔφτιαξαν καὶ θὰ τοὺς καταστρέψει’. Τὸ προαίσθημα αὐτὸ ἦταν σὲ τόσο βαθειὰ ἀντίθεση πρὸς τὴν συνειδητὴ στράτευση τοῦ Γουὲλς στὸ πλευρὸ τῆς ἐπιστημονικῆς προόδου, ὥστε κατέληξε στὸ ἑξῆς ἐκπληκτικὸ συμπέρασμα: ‘ἂν ἔτσι εἶναι τὰ πράγματα, δὲν μᾶς μένει παρὰ νὰ ζήσουμε σὰν νὰ μὴν ἦταν ἔτσι’. Μὲ ἄλλα λόγια, καλύτερα νὰ κλείσουμε τὰ μάτια μας καὶ νὰ σφαλίσουμε τὰ μυαλά μας. Ὡραία κατάληξη γιὰ τὴν ἐπιστημονικὴ ἐπιδίωξη τῆς οὐράνιας ἀλήθειας, ποὺ εἶχαν θεσπίσει ὁ Κοπέρνικος καὶ ὁ Κέπλερ”.[73]