81 Γι’ αὐτὸ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, ‘ἀναγκασμένοι’ νὰ σκεφτοῦν πρῶτοι πολλά, ἐπινοοῦσαν κάποτε τὴν ἀνύπαρκτη αὐτὴ δοκιμὴ γιὰ νὰ ὑποστηρίξουν καὶ ἔτσι τὴν ἀλήθευση τῶν λεγομένων τους, ἐπιγράφοντας δικές τους σκέψεις σὲ ὑπαρκτὲς ἢ πλασματικὲς ἀρχαιότερες ἐποχές, στοὺς Αἰγύπτιους κλπ. Αὐτὰ σήμερα ‘ἀξιοποιοῦνται’ ἀπὸ συμπλεγματικοὺς πολιτισμούς, στὴν ἐπιδίωξη μιᾶς ἀναγνώρισης ποὺ δὲν τοὺς ἀνήκει καὶ δὲν τὴν χρειάζονται, τυφλοὶ ὅπως εἶναι ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ πιὸ αὐτονόητα: τί ἀξία μπορεῖ νὰ ἔχει τὸ χρῶμα τῆς (ἔστω ὑπαρκτῆς) μαύρης Ἀθηνᾶς, ἂν οἱ λαοί της παρέμειναν πιὸ ἄπραγοι ἀπὸ πέτρες, ἂν ἡ ἴδια ἡ ὑποτιθέμενη ὡς δική τους σοφία δὲν μαρτυρεῖται παρὰ μόνο στοὺς Ἕλληνες;

82 Ἲμπν Χαλντούν, Προλεγόμενα, μτφρ. Δ. Κούρτοβικ, Ἀθήνα 1980, σελ. 56–57.

83 Γιανναρᾶς, Ὀντολογία τῆς σχέσης, 15, Ἀθήνα 2004, σ. 151, σημ. 1.

84 Πλωτίνου Ἐννεάδες 1, κεφ. 3, ἑν. 1.

85 Πρβλ. τὸν Μ. Βασίλειο, Πρὸς τοὺς νέους…, ἑν. 3: “ἂν ὑπάρχει κάποια συγγένεια ἀνάμεσα στοὺς λόγους τῆς δικῆς μας καὶ τῆς ἔξω παιδείας, ἡ γνώση τους θὰ μᾶς ἐνίσχυε· ἂν πάλι δὲν ὑπάρχει, εἶναι βέβαιο πὼς τὸ νὰ συγκρίνουμε καὶ νὰ καταλάβουμε καλὰ τὶς διαφορές, θὰ ἔδινε μεγάλη βοήθεια νὰ στερεωθεῖ ἡ πίστη μας στὸ ὑψηλότερο.” Πρβλ. ἐπίσης Α΄ Ἰωάν. 4.1, Πλάτωνος Πολιτεία 386a.