Ἂν ἡ πεποίθηση στὴν διαιώνιση τοῦ ἀτόμου δημιουργεῖ ἐνδοκόσμια στροφή, γιατί ἡ ἐκκοσμίκευση ἄργησε τόσους αἰῶνες, καὶ γιατί συνέβη μόνο στὴν Δύση; Στὴν Βυζαντινὴ κοινωνία δὲν ἀναπτύχθηκε βιο–μηχανικὸ πρόταγμα, καὶ ὁμοίως στὸ σύνολο τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ μέχρι σήμερα — στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπίσης, δὲν προέκυψε ὑπερτροφικὴ ἡ δική της ‘ἐπιστημοτεχνικὴ’ διάσταση, τῆς δογματικῆς καὶ νομολογίας.[75] Ἀπὸ μόνη της ἡ πεποίθηση στὴν ἀθανασία στρέφει μᾶλλον στὴν ἐρχόμενη ζωή, τὸ ὁποῖο ἐξηγεῖ γιατί καὶ στὴν Δύση ἡ ὑπερανάπτυξη τῆς ἐπιστήμης ἀργοπόρησε, ἕως ὅτου πράγματι συνέβη ἔχοντας διαφορετικὲς ἀφορμές.

 

ΚΥΡΙΩΣ μὲ τὸ ἴδιο τὸ παράδειγμά τους μεγάλης προσωπικῆς ἀγάπης γιὰ τοὺς ἀρχαίους, σὲ ἔργα ποὺ οἰκειοποιοῦνται μὲ δύναμη τελείως συνειδητὰ τὴν προηγούμενη ἑλληνικὴ σκέψη, οἱ μεγάλοι Καππαδόκες πατέρες[76] βεβαίωναν τὴν Ἐκκλησία γιὰ τὰ ἀρχαῖα γράμματα, ὅτι εἶναι ἀπαραίτητα, ἂν κάποιος ἐνδιαφέρεται νὰ φθάσει μὲ πληρότητα στὴν ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας.[77] Μολονότι δὲν εἶχε ἀκόμη καθοριστεῖ τὸ ἀκριβὲς ἢ ‘Κανονικὸ’ περιεχόμενό της, τὸν 4ο αἰῶνα καὶ ἤδη πιὸ πρὶν ἡ Βίβλος εἶναι ἀναγνωρισμένη στὴν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἔργο κατ’ ἐξοχὴν ἱερό, μὲ τὴν ἔννοια καὶ στὸν βαθμὸ ποὺ θὰ παραμείνει ἱερὸ ὅλους τοὺς ἑπόμενους αἰῶνες μέχρι σήμερα — καὶ ὅμως οἱ Πατέρες αὐτοί, ἐργαζόμενοι στὰ θεμέλια τῆς χριστιανοσύνης καὶ ἤδη τότε ἀπολαμβάνοντας οἰκουμενικὴ τιμή, δὲν θεωροῦν καθόλου ἐπαρκῆ ἀπὸ μόνη της τὴν Ἁγία Γραφή.