Εἰρωνευόμενος τοὺς οὑμανιστὲς ὁ Γαλιλαῖος γράφει στὸν Κέπλερ πὼς “τέτοιοι ἄνθρωποι πιστεύουν ὅτι ἡ φιλοσοφία εἶναι ἕνα βιβλίο, ὅπως ἡ Αἰνειάδα καὶ ἡ Ὀδύσσεια, καὶ πὼς ἡ ἀλήθεια δὲν θὰ βρεθεῖ στὸ σύμπαν ἢ στὴν φύση, ἀλλὰ (κι αὐτὰ εἶναι τὰ ἴδια τὰ λόγια τους) στὴν σύγκριση τῶν κειμένων”.[70] Πόσο δὲν φανερώνει ἡ φράση αὐτὴ τὸν χαρακτῆρα τῆς ἐρχόμενης πρὸς τὸν ἀπόλυτο θετικισμὸ ἐπιστήμης — γιὰ τὴν συνειδητὴ πιὰ προσήλωση στὸν κόσμο ὅπως σὲ ἀντικείμενο, γιὰ τὴν βεβαιότητα πὼς ἡ φύση εἶναι πλήρως διαθέσιμη στὴν ἔρευνα, γιὰ τὴν βλακώδη ἀδιαφορία πρὸς κάθε στερούμενη ‘ἀντικειμενικότητος’ ἀλήθεια… Ὁ ἀνερχόμενος θετικισμὸς ὄχι μόνο δὲν στενοχωρεῖται ἀπὸ τὰ ὅριά του, ἀλλὰ τὰ ψηλαφίζει καὶ τὰ ἀποδέχεται μὲ ἔπαρση, βάζοντας καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὰ θεμέλιά του στὴν κενοδοξία.[71]

Κι ἐνῷ ἡ ‘θετικὴ’ ἐπιστήμη ἔχει τὶς προόδους καὶ τὰ ὠφέλη της, ἡ φιλοσοφία ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὴν ‘λογικὴ’ αὐτή, ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἡ οὑμανιστικὴ ‘ἀντίπαλός’ της, δὲν μπόρεσε νὰ κάνει οὔτε βῆμα πέρα ἀπὸ τὸν Πλάτωνα καὶ τὴν Πατερικὴ θεολογία (ἀντίθετα, ἔχει κάνει ἀρκετὰ πρὸς τὸ τίποτα), ἀπ’ ὅπου συμπεραίνει κανεὶς πόσο τυχάρπαστοι μερικοὶ λάτρεις τῆς βιο–μηχανίας νεοέλληνες, μιλῶντας ἀκόμη καὶ γιὰ ὑπεροχικὴ φιλοσοφικὴ ἀξία τῆς Δύσης, πρὸς τὴν ὁποία τάχα ὁ μὴ ‘διαφωτισμένος’ ἑλληνισμὸς ὑστερεῖ φρικτά… Οἱ ἴδιοι οἱ δυτικοὶ δὲν συμφωνοῦν πάντα μὲ τέτοιες ἐκτιμήσεις. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ἔμερσον, “ἀπὸ τὸν Πλάτωνα προέρχονται ὅλα ὅσα ἀκόμη τώρα γράφονται καὶ συζητοῦνται ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους τῆς σκέψης…