ΤΙΣ ΛΕΓΟΜΕΝΕΣ ‘θετικὲς’ γνώσεις — πόση εἶναι ἡ περίμετρος τῆς γῆς, πῶς γίνονται οἱ ἐκλείψεις τῆς σελήνης, κτὅ. — ὁ Βασίλειος ἀποκαλεῖ μωρανθεῖσα σοφία,[65] δηλαδὴ γνώση περιορισμένη καὶ περιοριστική. Τὸ ἴδιο τὶς ρητορικὲς καὶ νομικὲς σπουδές, σοφία τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου, τῶν καταργουμένων,[66] ψευδώνυμο γνώση, ἀφροσύνη, ἀνικανότητα διακρίσεως τοῦ κυρίως ὠφέλιμου ἢ βλαβεροῦ, καὶ ἄνοια, δηλαδὴ ἄγνοια τοῦ Θεοῦ.[67]

Ὁ Βασίλειος δὲν ἀδιαφοροῦσε γιὰ τὴν ἐπιστημονικὴ γνώση, ἀντιθέτως, σπούδασε μαθηματικὰ καὶ ἰατρική,[68] εἶναι δὲ φανερὴ κυρίως στὶς ὁμιλίες γιὰ τὴν Ἑξαήμερο ἡ μεγάλη γοητεία ποὺ τοῦ ἀσκοῦσαν οἱ φυσικὲς ἐπιστῆμες, μὲ τὶς ὁποῖες δυναμώνει τὴν ἐπίγνωσή του γιὰ τὸ ὑπαρκτὸ ὡς πολύπλοκο καὶ σοφὰ δημιουργημένο. Πέρα ἀπὸ αὐτὰ ἀναγνωρίζει πραγματικὴ ἀξία στὸ ὅλο ἐπιστημονικὸ ἐγχείρημα μόνο στὸν βαθμὸ ποὺ θεραπεύει βιοτικὲς ἀνάγκες: ἤδη ἐκ τοῦ ὁρισμοῦ της ἡ ἐπιστημονικὴ ζήτηση ἀδυνατεῖ νὰ ἐκταθεῖ στὸ μὴ ἀποδείξιμο, ἀποκλεισμένη λοιπὸν ἀπὸ τὴν πληρότητα τῆς γνώσης δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει τὸ τέλος της στὸν ἑαυτό της καὶ νὰ ἐνδιαφέρει καθεαυτήν, ὅπως οὔτε ἡ περιέργεια καὶ ἡ ἐπιβίωση.[69]