Ἡ ἁπλὴ δυνατότητα γιὰ σημασία, στὸν βαθμὸ ποὺ παραμένει ἀνοιχτή, καταφύγιο ἐγρήγορσης ἔσχατο ὅπως εἶναι, τὴν ἀποστέρηση τοῦ χαρίσματος ἢ κοινὴ ταπείνωση ὑποδέχεται ὡς παιδεία καὶ ἐνεργοποιεῖται, ὑψώνοντας καὶ διασώζοντας τὸν ἄνθρωπο. Ἡ στερεότητα τὴν ὁποία ἐπιζητεῖ ἡ φιλοσοφικὴ κίνηση, ἡ συγκρότηση σώματος, ὅταν “συλλαμβάνουμε τὴν πληρότητα τοῦ κόσμου μὲ τὴν πλοκὴ τοῦ λόγου”,[90] δὲν ἀμελεῖται παρὰ μόνο ἐπὶ ποινῇ καταργήσεως τῆς φιλοσοφίας. Σὲ αὐτὸ δὲν ὑπάρχει περιστασιακὸς ἢ μερικὸς κίνδυνος, ἀλλὰ σημεῖο τέλειας αὐτοκαταστροφῆς, ὥστε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γίνεται σχεδὸν ἐπιθετικὰ σαφής: “οὔτε ἕνα μὴ νομίσεις ὅτι εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ τὴν παιδεία…”[91] “Μή σταματήσεις νὰ ἐρευνᾶς τὸν ἑαυτό σου”, συμβουλεύει ἐπίσης ὁ Βασίλειος[92] — κι ὁ ἀδελφός του: “ἕνα μόνο χρειάζεται, νὰ μὴ κουραστοῦμε νὰ ἀνιχνεύουμε ἀπὸ παντοῦ τὴν ἀλήθεια”…[93]

Τίποτα δὲν εἶναι πιὸ πολύτιμο ἀπὸ τὴν γνώση, γιατὶ ἂν ἡ γνώση εἶναι τὸ φῶς τῆς ἔλλογης ψυχῆς, ἀντίστροφα ἡ ἄγνοια εἶναι σκοτάδι … Νὰ ζητήσουμε, νὰ ἐρευνήσουμε, νὰ ἀνακρίνουμε, νὰ ρωτήσουμε…”[94]