Ἡ φράση, δὲν ὑπάρχει Ἕλληνας καὶ Ἰουδαῖος, τοὐλάχιστον ὅπως τὴν κατάλαβε ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, δὲν σημαίνει ὅτι ὁ βαπτιζόμενος ὑφίσταται διαγραφὴ μνήμης, ἀλλὰ ὅτι προσφέρει τὸ γένος του: δὲν ἐξισώνει τὰ πάντα, οὔτε προσθέτει πλαστὸ ὕψος στὰ κατώτερα, ὅπως ζητάει σήμερα ἡ ‘πολιτικὴ ὀρθότης’ τῆς ἀμερικανικῆς συμπλεγματικότητας καὶ ὑστεροβουλίας, ὅμως καταλαβαίνει ὅτι δὲν ἔχει σημασία σὲ ποιὸν δόθηκε ἕνα χάρισμα, ἀλλὰ πόσο τὸ δέχτηκε, πόσο τὸ μεγάλωσε, πόσο τὸ τίμησε, καὶ μαζὶ ποιοὶ ἄλλοι τὸ πρόσεξαν ἢ τὸ περιφρόνησαν. Οὔτε πεθαίνει κανεὶς γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅταν τὸν ἀντικρύζει “σὰν ἕνα ἕλκος κι ἕνα ἀπόστημα, ἀπ’ ὅπου ἔχουν χυθεῖ τόσες ἁμαρτίες καὶ ἀνομίες καὶ τόσο βρομερὸ φαρμάκι”,[117] ἀλλὰ καὶ πάλι ὅταν τὸν προσφέρει.

Οἱ ἴδιοι οἱ Ἀπόστολοι δὲν προσπάθησαν νὰ προσελκύσουν ἄξιους μαστιγώσεως:[118] χάρη στὴν γνησιότητα τῆς φιλοσοφικῆς ἀπόβλεψης τοῦ ἀρχαίου ἑλληνισμοῦ, τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία ἀναγνώρισε καὶ ἀνέλαβε,[119] ἔγινε δυνατὴ ἡ Βάπτιση τῶν ἀρχαίων καὶ ἡ ἑνότητα τῆς ‘πρὶν’ καὶ ‘μετὰ’ τὸν Χριστὸ ἑλληνικῆς ἱστορίας, ὅπου θεμελιώθηκαν οἱ πολιτισμοὶ ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν λαῶν. Ἑπομένως, ἡ δήλωση τοῦ Φλορόφσκυ ἰσχύει καὶ ἀντίστροφα: ἂν εἴμαστε περισσότερο Ὀρθόδοξοι, θὰ γινόμαστε καὶ περισσότερο Ἕλληνες. Γιατὶ ἡ Ὀρθοδοξία “ἀποτελεῖ ἀκριβῶς τὴν ἑλληνικὴ ἀντίληψη τοῦ χριστιανισμοῦ”,[120] καὶ ὁ χριστιανισμὸς πρωταρχικὰ ὑπῆρξε ἀπόφαση τοῦ ἀρχαίου ἑλληνισμοῦ, τὴν ὁποία ὑποτιμῶντας ἀδύνατο νὰ καταλάβουμε πραγματικὰ τοὺς ἀρχαίους. Κάθε ἐκτίμηση τοῦ ἑλληνισμοῦ, ἂν ἀγνοεῖ τὸ Ἕνα Ὁμήρου — Ἁγίας Γραφῆς, εἶναι καταδικασμένη σὲ ἀποτυχία. Ὁ ἑλληνισμὸς γεννιέται καὶ μεγαλώνει στὸν ὁμηρικὸ οὐρανό, βαπτίζεται ὁλόκληρος στὴν βιβλικὴ ἀποκάλυψη καὶ μεταμορφώνεται μὲ τοὺς Ἕλληνες Πατέρες.