Στὴν μεταφορὰ τοῦ Βασίλειου, ὅτι οἱ στοχαστικοὶ ἄνθρωποι ἀνθολογοῦν ὅπως οἱ μέλισσες, ἀποτυπώνεται ἀνάγκη ψηλαφήσεως τῆς ἱστορίας ὅπως σώματος παντοῦ καὶ ὣς τὸ ὑψηλότερό της, ὅπου φανερώνεται ἡ καθολικότητα προσωπικὰ καὶ ἀπόλυτα, πέρα ἀπὸ ἀνοχὲς καὶ ἱεραρχήσεις,[85] ὥστε ἡ συνείδηση ἑνοποιεῖται στὴν πληρότητά της, ταυτόχρονα ἀποκτῶντας δύναμη ἀναγνωρίσεως κινδύνων τοῦ πνευματικοῦ βίου διαρκῶς ἐνδεχόμενων. Ἔτσι ὁ χριστιανισμὸς ἐπέκτεινε τὴν σπουδή του σὲ κάθε σημαντικὸ ἔργο ὁποιασδήποτε ἐποχῆς καὶ πολιτισμοῦ, στὴν κίνηση αὐτὴ παιδαγωγούμενος καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἔναρξη καὶ θεμελίωση τῆς φιλοσοφίας στὴν ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα.

Τὴν ζωντανὴ ψυχὴ ἀναπαύει ἡ προσωπικὴ γνώση, ὅποια δὲν μεγαλώνει παρὰ μόνο μαζὶ μὲ τὸν ὁλόκληρο ἄνθρωπο, ὥστε ἀσχολούμενος μὲ πραγματικὸ πρόβλημα γιὰ πραγματικὸ λόγο ἀνακαλύπτει κανεὶς στοὺς ‘Κλασικοὺς’ τὴν μορφή — σκέψη μετρημένη ἀπὸ ἐξαντλητικὴ τῶν οἰκείων ὁρίων ἀνάγκη τοῦ βίου γιὰ ἀλήθεια. Ὅταν τὸ ὄνομα δὲν δηλώνει ἁπλῶς ἀπόσταση ἀπὸ ‘κοινοὺς θνητούς’, δὲν τοὺς ὀνομάζουμε ‘Κλασικοὺς’ ἐπειδὴ παρέχουν περισσότερες ἢ ἀκριβέστερες ἢ ἐπαναστατικὲς γνώσεις, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἡ σκέψη καθενὸς ἐκφέρεται μοναδικὴ στὴν μορφὴ καὶ κορυφαία στὴν ἰσχὺ τῆς μορφῆς της, στὴν γονιμότητα τῶν σημασιῶν της, προορισμένη νὰ παραμείνει τέτοια. Ἔτσι, ὄχι μόνο δὲν ἐπιζητοῦν ‘αἰώνια τιμή’, ἀλλὰ (δὲν μποροῦν παρὰ νὰ) διώχνουν ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους τελείως, ὅποτε τοὺς διαβάζει κανεὶς σωστά.