Ὅταν ὁ Παῦλος ἐκφράζεται ὑποτιμητικὰ γιὰ τὴν φιλοσοφία, δὲν ἐννοεῖ τοὺς κλασικοὺς ἀλλὰ τὸν γνωστικισμό,[107] βλακώδεις ‘κοσμοθεωρίες’ ποὺ δὲν ρίζωναν πραγματικὰ σὲ καμμιά παράδοση. Τὸ φαινόμενο ὑπάρχει ἐπίσης στὶς ἡμέρες μας — σὲ διάφορα ‘συστήματα’ τῆς λεγόμενης Νέας Ἐποχῆς, ἔργα προσβλητικῆς συνήθως ἀφέλειας καὶ ἐπιστημοφανοῦς φαντασίας ἢ ἀκόμα ὠμῆς ἀπατεωνιᾶς, ἀλλὰ καὶ σὲ ἀπόπειρες σχετικὰ πιὸ προσωπικὲς καὶ γι’ αὐτὸ πιὸ θλιβερές, ὅπως εἶναι ἡ perennial philosophy τοῦ Χάξλεϋ — καὶ ἀναπτύσσεται τόσο περισσότερο, ὅσο εὐτελίζεται ἡ συνείδηση Ἐκκλησίας, ἡ ποιότητα τῶν προσωπικῶν συναντήσεων καὶ ἡ πραγματικὴ φιλοσοφικὴ παιδεία.

Οἱ Πατέρες δὲν ἀνησυχοῦσαν μήπως δὲν ἀποστηθίζει τὸν Ὅμηρο καὶ ὁ τελευταῖος χριστιανός. Τοὺς ἐνδιέφερε νὰ ἐξαντλεῖ καθένας τὰ ὅριά του στὴν ζήτηση νοήματος, στὴν δημιουργία προσωπικῆς, ἀντισυμβατικῆς, σχέσης μὲ τὸν προσωπικὸ Λυτρωτή — καὶ πέρα ἀπὸ αὐτό, νὰ μὴ στερηθεῖ ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ παιδεία ὁ στοχασμὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἴδια ἡ Θεολογία, τόσο περισσότερο ὅσο “ὅλη ἡ κατανόηση, ἀκόμα καὶ μεταξὺ τῶν μή Ἑλλήνων, χρειαζόταν τὴν πνευματικὴ μεσολάβηση τῆς ἑλληνικῆς σκέψης καὶ τῶν κατηγοριῶν της”.[108]