“Ἀφοῦ θὰ ἔχουμε κερδίσει τὴν πρώτη τελειότητα στὴν ἔξω παιδεία, τότε θὰ μπορέσουμε νὰ ἀκούσουμε καλὰ τὰ ἱερὰ καὶ ἀπόρρητα μαθήματα, ἔτσι ποὺ νὰ στεριώσει ἀμετακίνητη μέσα μας ἡ γνώση καὶ ἡ ὀμορφιὰ τοῦ καλοῦ. Συμβαίνει κάπως σὰν νὰ ἔχουμε συνηθίσει πρῶτα νὰ βλέπουμε τὸν ἥλιο στὸ νερό, κι ἔτσι στρέφουμε κατόπιν τὰ μάτια στὸ ἴδιο τὸ φῶς”.[104] “Μήν ἀτιμάζουμε τὴν παιδεία, ἐπειδὴ ἔτσι νομίζουν μερικοί, ἀλλὰ ἀπαίσιους καὶ ἀπαίδευτους νὰ θεωροῦμε τοὺς ἴδιους. Θὰ ἤθελαν νὰ εἶναι ὅλοι σὰν κι αὐτούς, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ κρύβουν τὸ κατάντημά τους μέσα στὸ γενικὸ κατάντημα, κι ἔτσι νὰ ἀποφεύγουν τοὺς ἐλέγχους τῆς ἀπαιδευσίας τους”.[105]

Ἡ ἐπίγνωση αὐτὴ ἔχει σήμερα ἀτονήσει, μὲ θλιβερὲς συνέπειες, διαμορφώνει ὅμως τὰ θεμέλια τῆς χριστιανικῆς σκέψης, ὑπῆρξε τόσο ἰσχυρὴ ὥστε, ὅπως θύμιζε ὁ Μίλτων, στὴν προσπάθεια τοῦ Ἰουλιανοῦ νὰ ἀποκόψει τὸν χριστιανισμὸ ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ γράμματα ἡ Ἐκκλησία κατάλαβε κίνδυνο μεγαλύτερο ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς τοῦ Δέκιου καὶ τοῦ Διοκλητιανοῦ…

“Ἀκόμη καὶ ὁ Τερτυλλιανὸς ἀναγκάστηκε νὰ παραδεχτεῖ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς μελέτης τῆς παγανιστικῆς γραμματείας, ὡστόσο θὰ ἀπαγόρευε στοὺς χριστιανοὺς νὰ τὴν διδάσκουν στὰ δημόσια σχολεῖα, ὅταν αὐτὸ προϋπέθετε ἀναγνώριση τῆς αὐτοκρατορικῆς θρησκείας. Ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία ἀρνήθηκε νὰ τὸν ἀκολουθήσει καὶ στὴν συνέχεια καμμιά ἀπὸ τὶς ὕπουλες ἀπόπειρες τοῦ Ἰουλιανοῦ ἐναντίον τῆς χριστιανοσύνης δὲν προκάλεσε μεγαλύτερη ὀργή, ἀπὸ τὸ διάταγμά του ποὺ ἀπαγόρευε στοὺς χριστιανοὺς δασκάλους νὰ διδάσκουν τοὺς κλασικούς”.[106]