Ἐντυπωσιάζει ἡ περίπτωση τοῦ Μπερντιάεφ, πῶς κατόρθωσε νὰ μὴ διδαχθεῖ οὔτε κἂν μιὰ αἴσθηση καὶ ἐπιθυμία συγκρότησης. Ἐντυπωσιάζει ἐπίσης ὁ Σικελιανός.

“Ὅλοι λοιπὸν καὶ ὅλα τότε μοῦ ἐσυσταίνανε νὰ ἐπιμείνω στὴ μελέτη πρὸ παντὸς τοῦ Πλάτωνα. Αὐτὸς εἶταν μοῦ ἔλεγαν ἡ μεγάλη γέφυρα τοῦ παλαιοῦ μὲ τὸ νέο κόσμο. Σ’ αὐτὸν ἐκαταστάλαξε τελειωτικὰ ἡ Ὀρφικὴ καὶ Πυθαγόρεια παράδοση, αὐτὸς ἐνέπνευσε τοὺς Ἀλεξανδρινούς, αὐτὸς ἐμψύχωσε τοὺς Ἐκκλησιαστικοὺς πατέρες, αὐτὸς φύσηξε μιὰ πνοὴ πολιτιστικῆς δημιουργίας στὴ Δύση στὸ Μεσαίωνα μὲ τὴν ἀναγέννηση, αὐτὸς στερέωσε τὸ πλαστουργὸ πνεῦμα τοῦ Γερμανικοῦ Ἰδεαλισμοῦ μὲ τὸ Βίνκελμαν καὶ μὲ τὸ Γκαῖτε, αὐτὸς ξανάρχεται, παράποτε καὶ πάλι, σήμερα ἴσως μεταξύ μας, ζωντανός”.[110]

Ἡ μελέτη αὐτὴ ὁδήγησε τὸν Σικελιανὸ στὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ Πλάτων “ἐβράδυνε νὰ τοὺς μαντέψει (τοὺς πραγματικοὺς Ρυθμοὺς τῆς Ἑλλάδας) στὴν πηγή τους … ὥστε νὰ μπορέσει νὰ ὑψωθεῖ ἐγκαίρως … μὲ τὴ δύναμην ἑνὸς ἐπαναστάτη, ἢ τὸ κῦρος ἑνὸς ἄτεγκτου παιδαγωγοῦ” (!) Ἔτσι, ἀντὶ νὰ ἔχει φωτεινὸ παράδειγμα τὸν Ἀρχύτα Ταραντῖνο (!),[111] κατέληξε σὲ “σύγχιση πολιτικῶν καὶ ἐκπαιδευτικῶν ἀρχῶν”, σὲ ἕνα “αἰσθηματολογικὸ κομμουνισμό” (!), ἐνῷ στάθηκε ἀνίκανος νὰ καταλάβει ὅσα χάρη στὸν ἴδιο ἔφθασαν σ’ ἐμᾶς,[112] “δὲν τ’ ἀφομοίωσε καὶ δὲν τ’ ἁπλοποίησε …” (!), “καὶ ἡ μεγάλη γενικὰ ἐπίδρασή του … δὲν κατόρθωσε, ἂν ὄχι τίποτε ἄλλο, νὰ συντρίψει ἔγκαιρα στὸ πνεῦμα τῶν ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων τὴν ἐπέμβαση τῆς Βίβλου [Παλαιᾶς Διαθήκης] …” (!)[113]