“Στὸν βαθμὸ ποὺ ἐπιστρέφουμε στοὺς ἑαυτούς μας καὶ ἀτενίζουμε τὸ βάθος τῶν πραγμάτων, ἡ ἱστορία δὲν εἶναι πλέον ἡ φυλακή μας. Εἶναι μόνον ὁ [χαριζόμενος καὶ δημιουργούμενος, ἐλεύθερος μαζὶ καὶ] ἀναπόδραστος τόπος, στὸν ὁποῖο μὲ τὴν πράξη μας καὶ τὴν πεῖρα μας, [ἐνδέχεται νὰ] φθάνουμε στὸ οὐσιῶδες. Ἂν ὅμως βγαίναμε ἔξω ἀπὸ τὴν ἱστορία [περιφρονῶντας τὴν ἱστορία ἢ ἀδιαφορῶντας,] θὰ πέφταμε στὸ μηδέν. Χωρὶς τὴν ἐμπειρική μας ὕπαρξη μέσα στὴν ἱστορία δὲν θὰ εἴχαμε [δυνατότητα νὰ ἀκολουθήσουμε] κανένα μῖτο γιὰ νὰ ὁδηγηθοῦμε πρὸς τὸ οὐσιῶδες. Χωρὶς αὐτὴν δὲν θὰ εἴχαμε γλῶσσα, μὲ τὴν ὁποία ἔμμεσα [ἐνδέχεται νὰ] ἀκοῦμε [ὣς ἕνα βαθμὸ] τὸ βάθος ἀπὸ τὸ ὁποῖο προήλθαμε καὶ τὸ ὁποῖο μᾶς στηρίζει. Δὲν μποροῦμε νὰ βγοῦμε ἔξω ἀπὸ τὴν ἱστορία, ἀλλὰ καθὼς τὴν διασχίζουμε, τούτη [ἐνδέχεται νὰ] καταυγάζεται ἀπὸ ἕνα ἄλλο φῶς … ἐμπειρία ἑνὸς αἰώνιου παρόντος διὰ τοῦ χρόνου καὶ μέσα στὴν φανέρωση τοῦ χρόνου”.[100]

Ὅπως τὸ περιγράφει ἡ μεταφορὰ τοῦ Βασίλειου, ὑψώνεται ὁ κορμὸς τοῦ στοχασμοῦ μέσα στὰ κλαδιά του καὶ ἀνθίζει τὸ Πνεῦμα,[101] ράβδος ἄνθος φέρουσα τὸν Κύριον,[102] “τὸ μικρότερο ἀπ’ ὅλα τὰ σπέρματα ποὺ εἶναι στὴν γῆ, ἀνεβαίνει καὶ γίνεται μεγαλύτερο ἀπ’ ὅλα τὰ φυτὰ καὶ κάνει μεγάλα κλαδιά, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ κατασκηνώνουν στὴν σκιά του τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ”.[103]