Παρ’ ὅλα αὐτά, ὁ Σικελιανὸς ἔχει ζωντάνια στὴν σκέψη του, δὲν παγιδεύτηκε στὴν “χρονολογικὴ καὶ νεκρογραφικὴ” ἐκτίμηση τῆς ἀρχαιότητας,[114] ἐπιδόθηκε σὲ μιὰ προσπάθεια πραγματικῆς οἰκειοποίησης — ”ἠθικῆς, ἐσωτερικῆς, δυναμικῆς”[115] — τὴν ὁποία ὅμως ματαίωναν οἱ νεοπαγανίζουσες προϋποθέσεις του. Καταλαβαίνει κανεὶς τὴν κρισιμότητα τῆς κλασικῆς παιδείας κυρίως προσέχοντας προβληματικοὺς διανοητὲς μὲ ἀνοιχτὲς δυνατότητες γιὰ σοβαρὴ σκέψη, ὁπότε ἡ ἀνεπάρκειά τους προκαλεῖ πέρα ἀπ’ ὅλα ἔκπληξη γιὰ μιὰ κατάφορη ἀδικία ποὺ κάνουν στὸν ἑαυτό τους, ἡ ὁποία θὰ ἔλειπε, ἂν δὲν ἔλειπαν οἱ κλασικοί.

 

Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ἑνὸς πολιτισμοῦ προβάλλει μὲ νέες μορφὲς στὴν ζωὴ ὅποιας κοινωνίας ἐμπνέεται πραγματικὰ ἀπὸ τὰ ἔργα του, ἀκόμη κι ἂν δὲν τὰ ἔχει δημιουργήσει ἡ ἴδια, καὶ ἡ ἱστορία διδάσκει ὅτι ὅσο πιὸ ἀσήμαντη μιὰ παράδοση, τόσο μεγαλύτερος ὁ ἐγκλεισμὸς τῆς κοινωνίας στὸ ἐφήμερο καὶ ὁ ἐθιμοτυπισμὸς ἢ ὁ ἀναρχισμός, καὶ τόσο πιὸ μικρὸ τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν συνάνθρωπο, τὴν διερώτηση, τὴν συζήτηση καὶ τὴν ἐλευθερία. “Δὲν μᾶς ἐπιτρέπεται νὰ συνομιλοῦμε μὲ χριστιανούς”, ἐξομολογεῖται ὁ μουσουλμάνος συνομιλητὴς τοῦ Μανουὴλ Παλαιολόγου, “γιατί, ὅπως λέγεται, ἔχουν μὲ τὸ μέρος τους μεγάλη δύναμη νὰ πείθουν”.[116]