Πρῶτος παρομοίαζε τὴν σκέψη μὲ ζωντανὸ ὀργανισμὸ ὁ Πλάτων,[86] καὶ ὁ ἀδελφὸς τοῦ Βασίλειου συμβούλευε “νὰ μὴ δείξουμε τὸν λόγο μέσα σὲ πτῶμα, ἀλλὰ μὲ κάθε συμπλοκὴ τοῦ νοήματος νὰ διαπεράσουμε τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ διασώσουμε ὄρθιο τὸν νοῦ”.[87] Ἁπλὴ ἐπίλυση προβλήματος δὲν συγκροτεῖ στοχασμὸ καὶ δὲν ἐνισχύει νοημοσύνη, δὲν σώζει ὄρθιο τὸν νοῦ. Ὁ στοχασμὸς ἀρχίζει ὅπως τελειοποιεῖται, στὴν ὁλόκληρη ἀνθρώπινη ζωή, δὲν εἶναι διανοητικὴ ἐπίδοση ἀλλὰ μῖτος τῆς Ἀριάδνης, ἡ δὲ ἐξασθένησή του, θυμίζει ὁ Μάξιμος, ἔχει καὶ πάλι ὑπαρξιακὲς προϋποθέσεις, συμβαίνει ὡς δύναμη παιδείας, “διακοπὴ τῆς χορηγήσεως τῶν θείων χαρισμάτων, ἡ ὁποία γίνεται σὲ κάθε νοῦ ποὺ ἄρχισε νὰ πετάει ψηλὰ καὶ νὰ καυχιέται γιὰ τὰ καλὰ ποὺ τοῦ δόθηκαν ἀπὸ τὸν Θεὸ σὰν νὰ ἦταν δικά του κατορθώματα”.[88]

Μεγάλη φροντίδα τοῦ Θεοῦ, οἱ συμφορὲς δοκιμάζουν καὶ ἐνισχύουν, ὅμως δὲν γεννοῦν, γι’ αὐτὸ ἄλλοι μεγαλώνουν μέσα τους, ἐνῷ ἄλλοι τὶς ἀχρηστεύουν καὶ συνεχίζουν νὰ χάνονται. “Εἶναι στὴν φύση τοῦ ἀνόητου μὲ κάθε λόγο νὰ πτοεῖται”, καταλάβαινε ὁ Ἡράκλειτος.[89] Ἡ προτροπὴ γιὰ φιλοσοφικὴ σπουδὴ προϋποθέτει ἀμετακίνητη ἐμπιστοσύνη στὴν ἐλευθερία καθενὸς νὰ καταδικάζει τὸν ἑαυτό του στὸ ἀσήμαντο ἢ νὰ τὸν διασώζει στὸ σημαντικό. Ἡ ψυχὴ ‘στερεύει’ ἐπειδὴ ἀποξενώθηκε ἀπὸ τὰ πράγματα. Τὸ ἴδιο τὸ ὂν περιττεύει στὸν ἀσήμαντο βίο, καὶ εἶναι αὐτή ἡ ἀπουσία ποὺ ἐπιτρέπει στὸ χάρισμα νὰ προσλαμβάνεται ὡς κατόρθωμα φέροντας καύχηση καὶ κλειδώνοντας τὸν ἄνθρωπο στὴν ἄνοια.