Αὐτὸ δὲν σημαίνει πὼς τὴν εἶχαν καθαρή. Καὶ ἀνάγκης ζυγὸς ὑπῆρχε ὣς ἕνα βαθμό, ἡ Ἰφιγένεια θυσιάστηκε, τὸ χαλὶ τῆς ἔπαρσης τοῦ Ἀγαμέμνονα, τὸν καταδίκασε. Ὅμως ἂς παραδεχόταν κανεὶς προτοῦ ἀρχίσει νὰ διορθώνει τὸν Ὅμηρο, ὅτι μπορεῖ ὁ ἴδιος νὰ ὑστερεῖ — ἂς παραδεχόταν, δηλαδή, ὅπως ὁ Δραγούμης, ὅτι “ἐμένα μὲ σκανδαλίζει ἡ καλλονὴ τῆς Ἑλένης, γιατὶ δὲν τὴν εἶδα καὶ δὲν ξέρω ἀκόμη ἂν πρέπει νὰ πιστέψω τὸν ποιητή”.[262]

“Γιὰ τὰ δύο τοῦτα ἔπη γράφτηκαν ἀνέκαθεν πάρα πολλά, ἐνῷ τὰ τελευταῖα ἑκατὸ χρόνια[[263]] ἀμφισβητήθηκε ἐπίμονα ἡ ἑνότητά τους. Ἀλλὰ ὁ Γκαῖτε, ἀφοῦ μετεωρίσθηκε ψηλότερα ἀπὸ τὴν ἀπέραντη ἐκείνη συζήτηση, ἀποφάνθηκε ὅτι, εἴτε ὑπολάβουμε τὴν Ἰλιάδα καὶ τὴν Ὀδύσσεια ὡς ἕνα σύνθετο φαινόμενο, ὡς ἄθροισμα διαφόρων ἐπῶν, εἴτε παραδεχθοῦμε τὴν ἑνότητά τους, πειθόμενοι ὅτι ὑπῆρξαν δημιουργήματα δαιμόνια μιᾶς μεγάλης ποιητικῆς ψυχῆς, εἶναι ὁπωσδήποτε τὰ πιὸ ποιητικὰ ἔργα τῆς ἀνθρώπινης γλώσσας, διάνοιας, φαντασίας καὶ καρδιᾶς. Ὅμως τέτοια ἔργα προϋποθέτουν πάντοτε χῶρο κατάλληλο γιὰ τὴν παραγωγή τους καὶ πρὸ πάντων κοινωνικὸ βίο δεκτικὸ καὶ ἀνοιχτὸ στὴν ἰδεώδη ἐκείνη ἀπεικόνιση, ποὺ εἶναι καὶ λέγεται ποίηση. Γι’ αὐτό, ὅπως οἱ πάντες ὁμολογοῦν, στὴν Ἰλιάδα καὶ τὴν Ὀδύσσεια ὑποφαίνεται κατάσταση πραγμάτων ἀληθινὴ καὶ καθόλου φανταστική”.[264]