“Χάσαμε τὴν πρόσωπο μὲ πρόσωπο συναναστροφὴ μὲ τὸν Θεό. Χάσαμε τὴν συντροφιὰ μὲ τοὺς ἀγγέλους Του καὶ τὴν ἀναλλοίωτη ζωή. Ποιός κατάλαβε τὴν στέρηση αὐτὴ καὶ δὲν πενθεῖ;”[289]

 

Η ΟΜΗΡΙΚΗ οἰκειότητα Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου δὲν ἐπιτρέπει νὰ ἀντιμετωπίζονται οἱ Θεογονίες ὡς ἄσχετες μὲ τὴν κοσμολογικὴ καὶ ἀνθρωπολογικὴ ἀναφορά, ὥστε πράγματι “θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι ὑπάρχουν πολλὲς καὶ ὡραῖες μυθολογίες, μία ὅμως εἶναι ἀληθινή. Ἀληθινὴ μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ὅλοι οἱ μύθοι [τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς μυθολογίας] ἔχουν ἕνα σημασιακὸ ὑπόβαθρο, μέσα στὸ ὁποῖο κατοπτρίζεται ἡ ἴδια μας ἡ ζωὴ καὶ κάθε ἀνθρώπινη ζωή”.[290]

Στὸ θεμελιακὸ ἔργο τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας μαρτυρεῖται κατὰ κύριο λόγο συνύπαρξη Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου σὲ περιπέτειες ποὺ φανερώνουν τὴν οὐσία καὶ τοὺς ὁρίζοντες τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ἑνωμένων. Αὐτὸ ἐποπτεύει διαρκῶς τὶς Θεογονίες καὶ σύνολη τὴν ἑλληνικὴ δημιουργικότητα, ὁπότε πράγματι “θὰ ἦταν περίεργο ἂν καὶ ἡ φιλοσοφία δὲν εἶχε προέλθει ἀπὸ τὴν [ἤδη φιλοσοφικὴ] ποίηση [τοῦ Ὅμηρου]”,[291] καὶ θὰ ἦταν πολὺ πιὸ περίεργο ἂν ἡ πρωταρχικὴ ἑλληνικὴ ποίηση ὑπῆρχε καὶ ἀκουγόταν ὡς κάτι ἐξωγήινο, ἄσχετο μὲ τοὺς “90 προσωκρατικοὺς (τοὺς ὁποίους περιέχει ἡ συλλογὴ τοῦ Ντίλς), σὲ δύο αἰῶνες μέσα, γιὰ ἕναν πληθυσμὸ ποὺ ἀπὸ τὴν Μίλητο ὣς τὸν Ἀκράγαντα θὰ ἔφτανε τὸ πολὺ σὲ ἕνα ἑκατομμύριο ἀνθρώπων”[292] — θὰ συνιστοῦσε φαινόμενο πολιτισμικῆς παράκρουσης, ἂν ἡ μεταγενέστερη ποίηση καὶ φιλοσοφία καὶ ἡ ἴδια ἡ ὀργιώδης ἄνθισή τους, δὲν συνδέονταν οὐσιωδῶς μὲ τὴν ὁμηρικὴ πρωταρχὴ τῆς ἑλληνικῆς σκέψης, τὴν ἀναγνωριζόμενη ὡς θεμελιακὴ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν σκέψη ποὺ ἀκολούθησε, καὶ ὄχι λιγώτερο τὴν ὥρα ποὺ αὐτὴ ἔμοιαζε νὰ ἀπορρίπτει ἐκεῖνο ἢ τὸ ἄλλο ὁμηρικὸ στοιχεῖο. Ἀκόμα καὶ ἡ ἀντίρρηση ὑφίσταται σὲ ὁμηρικὸ κόσμο.