“Ἂν ὅσα λένε οἱ φιλόσοφοι εἶναι ἀληθινά, πὼς οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τὸ γένος τοῦ Θεοῦ, τί ἄλλο μένει νὰ ποῦμε παρὰ ὅ,τι ἔλεγε ὁ Σωκράτης, ὁ ὁποῖος, ὅταν τὸν ρωτοῦσαν ἀπὸ ποῦ εἶναι, ποτέ δὲν ἀπαντοῦσε ‘ἀπὸ τὴν Ἀθήνα’ ἢ ‘ἀπὸ τὴν Κόρινθο’, ἀλλὰ ‘ἀπὸ τὸν κόσμο’… Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ ἔχει παρακολουθήσει πῶς λειτουργεῖ ὁ κόσμος κι ἔχει καταλάβει ὅτι ‘τὸ πιὸ μεγάλο, τὸ πιὸ ἰσχυρὸ καὶ τὸ πιὸ περιεκτικὸ ἀπὸ ὅλα, εἶναι ὁ ὀργανισμὸς αὐτός, ποὺ ἀποτελοῦν ὁ Θεὸς καὶ οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὅτι ἀπὸ τὸν Θεὸ ἔχουν πέσει τέλεια τὰ σπέρματα, ὄχι μόνο στὸν δικό μου πατέρα οὔτε στὸν παπποῦ μου, ἀλλὰ σὲ ὅλα ὅσα γεννιῶνται καὶ φυτρώνουν στὴν γῆ, καὶ πρῶτα ἀπ’ ὅλα στὰ λογικὰ ὄντα, ἐπειδὴ αὐτὰ μόνο ἔγιναν γιὰ νὰ κοινωνοῦν καὶ νὰ συναναστρέφονται μὲ τὸν Θεό, ἑνωμένα ὅπως εἶναι μαζί Του μὲ τὸν λόγο’, γιατί νὰ μὴ πεῖ ὅτι κατάγεται ἀπὸ τὸν κόσμο; Γιατί νὰ μὴ πεῖ ὅτι εἶναι παιδὶ τοῦ Θεοῦ; Καὶ γιατί νὰ φοβηθεῖ ὁτιδήποτε ἀπ’ ὅσα συμβαίνουν στοὺς ἀνθρώπους; Ἡ συγγένεια μὲ τὸν Καίσαρα ἢ κάποιον ἄλλο ποὺ ἔχει μεγάλη δύναμη στὴν Ρώμη, εἶναι ἱκανὴ νὰ μᾶς δίνει ἀσφάλεια, ὑπερηφάνεια καὶ ζωὴ χωρὶς κανένα φόβο — καὶ τὸ νὰ ἔχουμε πατέρα, ποιητὴ καὶ κηδεμόνα τὸν ἴδιο τὸν Θεό, δὲν εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ τὶς λύπες καὶ τοὺς φόβους;”[316]