Ὅπως οἱ Θεογονίες περιέχουν κυοφορῶντας τὴν κοσμολογία, ἔτσι ἡ κοσμολογία στὶς ὑψηλότερες στιγμές της, ἀπὸ τοὺς προσωκρατικοὺς καὶ διαρκῶς, εἶναι φυσιολογικὰ θεολογική, χωρὶς νὰ ὁδηγεῖται σὲ φυσιοκρατία, ἐφόσον ἡ προσοχή, ὅλος ὁ νοῦς καὶ ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τὴν ἑστία της στὸ πρόσωπο, εἴτε αὐτὸ ἀπολαμβάνει ἐξουσία, εἴτε ὑπομένει πάθος. Ἀκόμη καὶ στὸ πάθος τὸ πρόσωπο ὑφίσταται κρατούμενο σχετικὰ καὶ παράδοξα.

 

Ο ΑΓΙΟΣ ΤΟΠΟΣ τῆς ἕνωσης, ἁρμονίας καὶ κοινωνίας, ποὺ εἶναι τὸ ἴδιο τὸ ὁμηρικὸ Πρόσωπο, μποροῦσε νὰ τραυματίζεται, ὅπως μὲ τὸν ἠθικισμὸ τοῦ Ἡσίοδου (καὶ τὸν σχετικὸ ἀτομικισμὸ τῶν Λυρικῶν παρὰ τὴν βαθειὰ ὁμηρικότητά τους,[308] ἀλλὰ καὶ μέσα της, ἀφοῦ οὔτε ἀπὸ τὸν Ὅμηρο δὲν λείπουν στοιχεῖα ἀτομικισμοῦ), κυρίως μὲ ὅ,τι φανερωνόταν ὡς παράδοξη ἐσωτερικὴ διαμάχη ἀνάμεσα στὶς θεῖες δυνάμεις (τοῦ ἀνθρωπίνου λόγου περιλαμβανομένου, γιατὶ κι αὐτὸς “δὲν ἦταν ἀνθρώπινος, ἀλλὰ θεῖος”[309]), ὅμως ὁ τραυματισμὸς ἐπρόκειτο νὰ βοηθήσει τὸ πρόσωπό τους νὰ μεγαλώνει ἀκόμα περισσότερο, γιατὶ ἦταν τραυματισμὸς πραγματικοῦ προσώπου, ὄχι μάσκας καὶ ἰδεολογίας, ὁπότε ἡ σοφία τῆς φιλίας τους μετέφερε τὸν ἐγωϊσμὸ στὴν τραγωδία, στὴν ταπείνωσή της ἡ σκέψη ἐλευθερωνόταν καὶ συνέχιζε νὰ ὑψώνεται.