Στὴν ὁμολογία τοῦ Ὅμηρου, ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς τοῦ παραδίδει ὅσα ἔχει νὰ γράψει, ὁ κόσμος παραμένει ἅγιος τόπος ἰσοθεΐας τοῦ ἀνθρώπου. Γιὰ νὰ εἰπωθεῖ πὼς ἡ ἐπίκληση τοῦ Θεοῦ στὸν Ὅμηρο εἶναι “ἕνα μέσο τεχνικῆς ποὺ χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸν ποιητὴ συνειδητὰ γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ ἔτσι τὸ μέγιστο τῆς ποιητικῆς φαντασίας … μονάχα ἕνα καλλιτεχνικὸ μέσο”,[293] χρειάζεται φρικτὴ ἀναισθησία, ὥστε νὰ ἔχει περάσει τελείως ἀπαρατήρητη ἡ ζωντανὴ πεῖρα τῆς Θεότητας, ἡ ὁποία διατρέχει τὰ ὁμηρικὰ ἔπη καὶ συνεχίζει σὲ ὅλο τὸν κορμὸ τῆς μεταγενέστερης ποίησης καὶ φιλοσοφίας. Ὁ Δημόκριτος ἀντιλαμβάνεται τὸν Ὅμηρο ὡς θεῖο δῶρο μιᾶς ποίησης ποὺ περιέχει κάθε φανερωτικὴ δυνατότητα: Ὅμηρος φύσεως λαχὼν θεαζούσης ἐπέων κόσμον ἐτεκτήνατο παντοίων.[294]

Στὸν βαθμὸ ποὺ νομίζει κανεὶς ὅτι κυριότητα ἔχει μιὰ ψευδο–μετριοφροσύνη, καλλιτεχνικὲς φιλοδοξίες καὶ εὐφάνταστες θεωρίες ὑπὸ ἐπικλήσεις Θεοῦ–προσχήματος, ἑπόμενο νὰ μοιάζει ἀντιφατικὸ καὶ τὸ πιὸ φυσιολογικό: “ἡ ἀρχικὴ σκέψη, ὅτι ἡ γνώση γιὰ τὴν ἀπαρχὴ τοῦ κόσμου εἶναι τελείως ἀδύνατη χωρὶς τὴν θεϊκὴ βοήθεια, ἀντιφάσκει φανερὰ στὴν σιγουριά, μὲ τὴν ὁποία ὁ συγγραφέας [ὁ Ὅμηρος] παρουσιάζει τὶς θεωρίες του [sic] στὰ κατοπινὰ κομμάτια τοῦ ποιήματος”.[295] Τὸ ἴδιο ‘παράδοξο’, ποὺ ἀδύνατο νὰ καταλάβει ὁ ἀνθρωπισμὸς χωρὶς ἄνθρωπο, δὲν ἀπουσιάζει τελείως οὔτε ἀπὸ τὴν πρόσφατη (χρονολογικῶς) ἑλληνικὴ ποίηση. Διαβάζω, γιὰ παράδειγμα, στὸν Ἐλύτη: Ἰδοὺ ποὺ ἐσὺ μιλεῖς κι ἐγὼ ἀληθεύω.[296]