Η ΟΙΚΕΙΟΤΗΤΑ σημαίνει ἔμπρακτη ὑπέρβαση τοῦ μανιχαϊσμοῦ, προτοῦ κἂν τεθεῖ τέτοιο ζήτημα. Στὴν χριστιανικὴ ἐποχὴ μεγαλώνει σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε μιλοῦμε γιὰ γέννηση τῆς μυστικῆς σκέψης, μολονότι προϋπῆρχε, ἐνῷ (στὴν Ἑλλάδα τοὐλάχιστον) ἡ οἰκειότητα συνεχίζεται μὲ τὴν ἄλλη της μορφὴ ἐπίσης, τοῦ “φοβέρα θέλει κι ὁ Θεός”, “κι ὁ ἅγιος φοβέρα θέλει”, κτὅ.

Στὸν βαθμὸ ποὺ ἀναπτύσσονται δουλικὰ αἰσθήματα καὶ νομικιστικὴ θρησκευτικότητα ὁ μανιχαϊσμὸς δημιουργεῖται, ὑφέρπει καὶ ὑποσκάπτει στὴν πράξη, ἀσχέτως ἂν δὲν ἐντάσσεται σαφὴς καὶ ἀναγνωρίσιμος στὸ δόγμα. Στὸν Ὅμηρο ὁ ἄνθρωπος μποροῦσε νὰ θυμώνει μὲ τὸν Δία, καὶ νὰ ἔχει ἑνότητα μέσα στὸν ἴδιο τὸν θυμό. Ἡ πίστη ὡς πειθαρχία, φασίζουσα / δουλεύουσα, γεννάει μανιχαϊσμὸ στὴν πράξη, ὅ,τι κι ἂν προβλέπει τὸ δόγμα, ἐπειδὴ τότε, ἀντὶ Κυρίου τῶν Δυνάμεων ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἐπίσης καὶ περισσότερο δικό του κυρίαρχο καὶ πηγὴ ἄνοιας. Χωρὶς οἰκειότητα, παρρησία, εὐθύτητα, ὁ μανιχαϊσμὸς δὲν ἀποφεύγεται. Ἡ φιλοσοφία προϋποθέτει θαυμασμό, ὅπως ἐξηγοῦσε ὁ Σωκράτης, κι ὁ θαυμασμὸς δὲν ἀποκλείει τὴν οἰκειότητα — ἀντιθέτως! Ἡ ζωντανὴ ψυχὴ δὲν καταλαβαίνει γιὰ οἰκεῖο της τὸ πιὸ συνηθισμένο ἢ γνωστὸ ἢ ἰδιωτικό,[279] ἀλλὰ τὸ θαυμαστὰ ταιριαστό.