Ἔτσι γίνεται ἀντιληπτὸς πνευματικὸς κανόνας χωρὶς ἐξαιρέσεις, πὼς ἡ σχέση μὲ τὸν συνάνθρωπο θεμελιώνει τὴν σχέση μὲ τὸν Θεό — “ἡ πίστη ἢ ἡ ἀπιστία ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ὑψηλὴ ἢ ταπεινὴ ἀντίληψη ποὺ ἔχει κανεὶς γιὰ τὸν ἄνθρωπο”[310] — ὥστε, μὲ τὴν ἔννοια αὐτή, πράγματι ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ μέτρο ὅλων.

“Ἀκόμη καὶ ἡ ἄποψη ἑνὸς Θεοῦ δὲν ἐθεωρεῖτο ὁπωσδήποτε ὀρθή. Στὶς Εὐμενίδες τοῦ Αἰσχύλου ὁ Ἀπόλλων δικαιολογεῖ τὴν μητροκτονία ποὺ διέπραξε ὁ Ὀρέστης, μὲ τὸ ἐπιχείρημα ὅτι ὁ ἴδιος τὸν εἶχε διατάξει νὰ τὸ κάνει, ἀκολουθῶντας μάλιστα ἐντολὲς τοῦ Δία — τῆς ὑψηλότερης δυνατῆς αὐθεντίας. Παρ’ ὅλα αὐτὰ οἱ μισοὶ δικαστὲς ψήφισαν ἐναντίον τοῦ Ὀρέστη. (Ἴσως περισσότεροι ἀπὸ τοὺς μισούς, ἂν — ὅπως πιστεύω — στὴν ἰσοψηφία ὑπὲρ καὶ ἐναντίον τοῦ Ὀρέστη ὑπολογίσθηκε ἐπίσης ἡ ὑπὲρ αὐτοῦ ψῆφος τῆς Ἀθηνᾶς)”.[311]

Ἡ παράδοση στὸ θεῖο θέλημα ὅπως συμβαίνει ἤδη στὸν Ὅμηρο, μὲ ἐπίγνωση τῆς ἰσοθεΐας τοῦ ἀνθρώπου, διαμορφώνει τὴν πίστη κατὰ κύριο λόγο ὡς ἀκαθόριστη ἐλπίδα, ὑπερβολὴ θάρρους καὶ μύχια ἀκεραιότητα ἐμπιστοσύνης, πέρα ἀπὸ ἐπιφανειακὲς ἐξεγέρσεις, θλίψεις καὶ δειλίες, οἱ ὁποῖες δὲν ἔλλειπαν. Ἡ πίστη αὐτὴ ἀκριβῶς ἱδρύει τοὺς Ἕλληνες στὴν φιλοσοφικὴ διάνοιξη, ἐμψυχώνοντας ἐπίσης τὸ τέλος τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς, τὸ ὅραμα τοῦ Ἀλέξανδρου.