Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ παντρευτεῖ, “ἦρθαν σχεδὸν ὅλοι οἱ πρίγκηπες τῆς Ἑλλάδας”,[248] (μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ Ὀδυσσέας[249] ἀλλὰ ὄχι ὁ παῖς ἔτι Ἀχιλλέας[250]), δίνοντας ὄρκο “πὼς θὰ δέχονταν τὴν ἐπιλογή της καὶ πὼς σὲ περίπτωση ἀνάγκης θὰ βοηθοῦσαν ὅποιον διάλεγε γιὰ ἄντρα της”.[251]

Ἡ Ἑλένη ἔγινε ἐπίσης δῶρο τῆς Ἀφροδίτης, θεᾶς ἀδιάφορης γιὰ τὶς ‘ἠθικὲς’ ἀνησυχίες τοῦ Στησίχορου: ἡ Ἀφροδίτη δὲν ὑπολογίζει γιατὶ οὔτε κἂν δὲν βλέπει ἀνθρώπινες παντρειές, συμβάσεις καὶ συμφωνίες, ἀλλὰ ἤρεμα καὶ ἁπλὰ (γιὰ τὴν ἴδια, ὅμως μὲ διάφορες ἀναστατώσεις στὸν ἀνθρώπινο βίο καὶ τὶς συνήθειές του) φέρει τὸ ὅμοιο στὸ ὅμοιο. Ἔτσι μεταγενέστερες παραδόσεις δὲν δίστασαν νὰ θεωρήσουν μεταθανάτιο σύζυγο τῆς Ἑλένης τὸν Ἀχιλλέα.

Πάντα ὁ Θεὸς ὁδηγεῖ τὸν ὅμοιο στὸν ὅμοιο, καταλαβαίνει ὁ Ὅμηρος,[252] ὥστε ὁλόκληρο τὸ συγγενὲς συγκεντρώνεται στὸν ἑαυτό του.[253] Στὸν ἄλλο δὲν ἐρωτευόμαστε μιὰν ἄγνωστη ζωή, ὅπως νόμιζε ὁ Προύστ, ἐρωτευόμαστε τὴν δική μας ζωή, ἀλλὰ ἰσχυρότερη. Ὅπως τὸ λέει ὁ Συμεών, οἱ ἄνθρωποι ἀγαπᾶνε ὅσους τοὺς μοιάζουν / ὅταν φαίνονται κάπως νὰ ξεπερνοῦν τοὺς ἄλλους.[254]