Ο ΘΑΝΑΤΟΣ τοῦ φίλου σήμαινε ἀπώλεια τοῦ Λόγου τῆς ὕπαρξης προσωπικοῦ καὶ ἀπόλυτου, μετατρέποντας τὸν βίο σὲ μαρτύριο. Ἀπὸ ἐδῶ ἀντλεῖ ἡ ρίζα τῆς ἀρχαίας θρησκείας.

“Ἡ λέξη θρησκεία, παράγεται πιθανῶς ἀπὸ τὴν √θρε ἀπ’ ὅπου καὶ τὸ θρέομαι, ποὺ σημαίνει προσεύχομαι[312]. Ἀπὸ τὴν πιθανὴ αὐτὴ ρίζα θεωρεῖται ὅτι ἔρχεται καὶ ὁ θρῆνος. Ἡ ρίζα, στὰ σανσκριτικά, δηλώνει φωνάζω — ἡ λέξη λοιπὸν μᾶς πηγαίνει στὴν οἰμωγή, στὸν γόο (ἀπ’ ὅπου καὶ τὸ γόης), στὸν ἐπικήδειο γοερὸ θρῆνο καὶ τὶς τελετὲς γιὰ τὸν νεκρό, ποὺ συνιστοῦν τὴν ἀρχαιότερη λατρευτικὴ ἐκδήλωση”.[313]

Δὲν ἀρκοῦσε ἁπλὴ ὑπακοὴ στὸ θεῖο θέλημα: ἔπρεπε ἡ πίστη νὰ εἶναι ἀπόλυτη, γιατὶ ὄχι μόνο ὁ Λόγος ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπώλεια ἔδειχνε νὰ μὴν ἔχει τέλος. Ὁ μεγάλος κορμὸς τῆς ἑλληνικῆς σκέψης, ἀπὸ Ὁμήρου καὶ συνεχῶς, παρὰ τὶς πληγὲς στὴν ἐπιφάνεια, ἔχει στὸν καρπὸ καὶ στὴν ρίζα του ἀκέραιη ζωντανὴ ἐμπιστοσύνη: “ὅπως γιὰ τοὺς Θεοὺς ὑπάρχει μόνο τὸ ἀγαθὸ καὶ κανένα κακό, ἔτσι ἀκριβῶς γίνεται γιὰ τὴν ψυχὴ ποὺ σώζει τὸν γνήσιο καὶ καθαρὸ ἑαυτό της”.[314] “Οἱ ψυχές”, διακήρυττε ὁ Ἐπίκτητος, “εἶναι ἔτσι ἑνωμένες καὶ συναφεῖς μὲ τὸν Θεό, ὅπως δικά Του μόρια καὶ ἀποσπάσματα. Πῶς εἶναι λοιπὸν δυνατὸ νὰ μὴν αἰσθάνεται κάθε κίνησή τους ὡς κίνηση δική Του καὶ τῆς φύσης Του;”[315]