“Ἀκόμα καὶ ἡ ἐπιστήμη τῆς φύσεως προχωροῦσε μὲ τὶς λιγώτερες δυνατὲς ἀναφορὲς σὲ παρατηρήσιμα γεγονότα. Στὴν πραγματικότητα καταπιάνονταν ἐξ ἀρχῆς μὲ γεγονότα ποὺ δὲν μποροῦσαν ποτὲ νὰ παρατηρηθοῦν, ὅπως ἡ καταγωγὴ τοῦ κόσμου, πρὶν ἀπὸ τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου”.[306]

Θεοὶ ποὺ διαδέχονται καὶ μάχονται Θεούς, ἡ ὅλη δίκη ἔρις τῆς ἀρχαίας Θεογονίας δὲν συμφέρει νὰ ἀντιμετωπίζεται ὡς ὀνειροφαντασία ἀξιοπεριφρόνητη γιὰ τὴν χριστιανικὴ ἐποχή, ἀλλὰ νὰ γίνεται ἀντιληπτὴ στοὺς δικούς της ὅρους.[307] Οἱ δικοί της ὅροι εἶναι, ὅτι ἐφόσον ὑπάρχει ζωντανὰ καὶ πραγματικὰ ἰσοθεΐα τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ὁποῖο μποροῦσε νὰ συμβαίνει ἐπειδὴ ἡ ἰσχὺς δὲν εἶχε κεντρικὴ θέση στὴν ἀντίληψη τῆς Θεότητας, ἂν ὁ ἄνθρωπος πάσχει δὲν εἶναι δυνατὸ παρὰ νὰ πάσχει καὶ ὁ Θεός.

Σὲ αὐτὸ ἀντιτάχθηκε (ὄχι μόνος) ὁ Πλάτων, ὅταν ζητοῦσε νὰ μὴ κάνουν οἱ ποιητὲς τοὺς Θεοὺς νὰ ὀδύρονται, ἀλλὰ ἡ ἀντίδραση ἀναφερόταν σὲ μιὰ καθαρότητα ἰδανική, ἀδύνατη στὴν ζωὴ αὐτή. Ὅσο ὑπάρχει ὁ πόνος καὶ ὅσο πονάει ὁ ἄνθρωπος, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ πονάει ἐπίσης καὶ περισσότερο ὁ Θεός: αὐτὸ εἶχαν οἱ ἀρχαῖοι, ἐπειδὴ ἀκόμη δὲν εἶχαν τὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸ κυρίως σημαίνει τὸ Χάος στὴν βάση ὅλων καὶ μαζὶ ἡ ἰσοθεΐα τοῦ ἀνθρώπου.