Ἡ Ἑλένη εἶχε τὴν ὄψη τῆς χρυσῆς Ἀφροδίτης,[255] δηλαδὴ ὅ,τι πιὸ ὄμορφο δέν μποροῦσε νὰ διανοηθεῖ ὁ Πάρις. Κι ὅταν ὑπολόγισε ὁτιδήποτε περισσότερο ἀπὸ τὸ δῶρο αὐτό, ἀφανίστηκε ἀπὸ ἐμπρός του ἡ ὀμορφιὰ καὶ μαζὶ ὁ ἴδιος, ὅπως ἀκριβῶς συνέβη στὴν Τροία. Γι’ αὐτὸ ὁ Ὅμηρος τελειώνει τὴν Ἰλιάδα μὲ τὸν θάνατο τοῦ Ἕκτορα. Ὄχι ραψωδία, οὔτε φράση δὲν καταδέχεται γιὰ τὴν ἅλωση τῆς Τροίας — τὸ τέλος τόσων κόπων καὶ ἀγώνων, τὴν ἀφορμὴ νὰ μεγαλώσει ἡ περηφάνεια τῶν Ἑλλήνων. Ὅταν ἔφυγε καὶ ὁ τελευταῖος ζωντανὸς στὴν ὀμορφιὰ τῆς Ἑλένης, ἡ Τροία δὲν εἶχε πιὰ σημασία, κυριολεκτικὰ χάθηκε ἀπὸ τὸ ποίημα, ὅπως ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. Γιὰ τὴν ἅλωση πληροφορεῖ ἡ Ὀδύσσεια, μέσα ἀπὸ σύντομες καὶ περαστικὲς διηγήσεις ἀνάμικτες μὲ διηγήσεις γιὰ πολλά, μνῆμες παρελθόντος σκορπισμένου στὴν θάλασσα τῶν σημείων καὶ τῶν τεράτων ποὺ ὁδηγοῦν τὸν Ὀδυσσέα στὴν πατρίδα του.

Ἡ Ἰλιάδα εἶναι ἐρωτικὸς χῶρος. Ὁποιαδήποτε ἂν εἰκάζονται ὡς κίνητρα τοῦ πολέμου, ὁ Ὅμηρος τὴν ἀγάπη αὐτή ἔνοιωσε γιὰ πραγματική, καὶ μελετῶντας την ἔστρεψε τὸν ἑλληνικὸ βίο στὸ μεγάλο φῶς του, πρὶν ἀπὸ τὸ ὁποῖο δὲν ἔχει σχεδὸν καμμία σημασία γιὰ μᾶς σήμερα. Στὴν ἁρπαγὴ τῆς Ἑλένης ἀναγνώριζε χωρὶς δισταγμὸ τὴν αἰτία τοῦ πολέμου ὁ Αἰσχύλος, ἔστω ὑποβιβάζοντας τὴν σημασία της, ἀποκαλῶντας τὸν τρωϊκὸ πόλεμο γυναικόποινο[256] — σημάδι κι αὐτὸ τῆς μόνιμης δυνατότητας τοῦ ἑλληνισμοῦ νὰ ἀφανιστεῖ ἀκριβῶς ὅπως ἡ Τροία, κι ἂς ἔχει δημιουργήσει τὸν πολιτισμὸ ποὺ γνωρίζουμε: ἂν δὲν ἀποπλανοῦν οἱ σειρῆνες τῆς ‘ἐπιστημονικῆς’ νεκρολογίας, δὲν εἶναι δύσκολο νὰ γίνει ἀντιληπτὸ ὅτι ἕνας πολιτισμὸς ἔχει παρελθὸν μόνο ἂν ἔχει παρόν.