ΣΤΗΝ ΕΝΔΕΚΑΤΗ ραψωδία τῆς Ἰλιάδας, ὁ Ἀχιλλέας ἀποκαλεῖ τὸν Πάτροκλο Θεῖο δῶρο στὴ δίψα τῆς ψυχῆς μου.[265] Ὁ Λόγος τῆς ψυχῆς εἶναι πρόσωπο, καὶ θέλει νὰ εὐχαριστήσει καὶ τελειοποιήσει τὴν ψυχή — θεράποντα τοῦ Ἀχιλλέα ὀνομάζει τὸν Πάτροκλο ὁ Γλαῦκος, ἀλλὰ ὁποιοσδήποτε πραγματικὸς φίλος εἶναι θεράπων[266] — φέρει τὴν ψυχὴ στὴν ἐπίγνωση τῆς φύσης της ὡς θείου προορισμοῦ. Ἀναγνωρίζοντας στὸν φίλο τὸν ἕνα Λόγο τοῦ βίου τους, οἱ Ἕλληνες μοιράζονταν τὸ ἀπόλυτο τῆς θείας ζωῆς, ἐπίσης προσωπικῆς. Γιὰ τὸν Ἀχιλλέα ὁ Πάτροκλος εἶναι ὁμιλία, ἐπαφή, κηδεμονία καὶ ὄψη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἰσχὺς ὑφίσταται ἀλλὰ δὲν προέχει οὔτε μετέχει ἰσοτίμως: ὡς γενιὰ τοῦ Μενοίτιου ὁ Πάτροκλος εἶναι καὶ ἀναγνωρίζεται ἰσχυρός,[267] ὅπως ὁ Θεός, ἀλλὰ δὲν ἀρκεῖ αὐτὸ γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ ἡ θεία καταγωγή του. Ὡς δῶρο στὸν Ἀχιλλέα ἀναγνωρίζεται θεῖος.

 

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ, ἤδη στὸν Ὅμηρο, συνδέεται μὲ τὰ μάτια καὶ τὴν ὅραση — στὴν διπλή της φορὰ τοῦ ὁρᾶν καὶ τοῦ ὁρᾶσθαι — σημαίνοντας πέρα ἀπὸ λέξεις ἐπαφὴ καὶ ἐπικοινωνία.[268] Ἀκόμη καὶ τοῦ Δία τὰ λόγια δὲν εἶναι τελείως ἀξιόπιστα, ἂν δὲν μιλήσει μὲ τὸ πρόσωπό του ὁλόκληρο, δηλαδὴ μὲ τὰ μάτια.[269]