Η ΑΓΝΟΙΑ τοῦ Ὀνόματος ἔπληττε τοὺς ἀρχαίους στὴν συμβολιστικὴ διάσταση, ἔχοντας ἔτσι μιὰ ἰδιαίτερη συμμετοχὴ στὴν ἄσκησή τους. Αὐτὸ γίνεται ἀντιληπτὸ στὴν ἀρχιτεκτονικὴ ἐπίσης. Ἡ ἀρχαιότητα συγκεντρωνόταν κυρίως σὲ ἱερὴ κατεύθυνση, δὲν ἀπολάμβανε ναοὺς στὸ σχῆμα τ’ οὐρανοῦ. Ἡ μετάβαση ἀπὸ τὸν Παρθενῶνα στὴν Ἁγιὰ Σοφιά, ἤδη στὴν ἀρχιτεκτονική της σημαίνει μετάθεση τῆς συνείδησης ἀπὸ τὴν ἡγεμονία τοῦ Θεοῦ,[701] ὁσοδήποτε στοργική, σὲ πληρότητα ἑνώσεως μαζί Του. Ὁ ναὸς δὲν ἐπικάθηται στὴν γῆ ἀλλὰ ἑνώνεται μαζί της καὶ τὴν ὑψώνει: οἱ εὐθεῖες γίνονται ἤπιες, χαμηλώνουν σὲ κλίμακα θόλων,[702] σκεπάζοντας τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν οὐρανὸ καὶ παρουσιάζοντας τὴν Οἰκουμένη ὅπως πλατὺ δέντρο, ὥσπου ἡ Εἴσοδος στὸ ἐντὸς τοῦ Φωτὸς καὶ τῶν Εἰκόνων ἀνακοινώνει μυητικὰ τὴν καινὴ πολιτεία τῶν Ἁγίων, “δῆμον Θεῶν περὶ τὸν Θεόν”.[703]

Ριζικὴ διαφορὰ οὕτως ἢ ἄλλως ἡ ἄγνοια τοῦ Ὀνόματος δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ δημιουργεῖ, γι’ αὐτὸ ἡ ‘μετὰ’ Χριστὸν ἐποχή, παρὰ τὴν ἀκριβέστερη θεολογία της, καθόλου δὲν ἀπέφυγε πλῆθος καταπτώσεων στὸν ἅδη τῆς ἀσημαντότητας.

“Ἅδης δὲν εἶναι κάποιος τόπος, ἀλλὰ στὴν βιβλικὴ γλῶσσα σημαίνει ἀκριβῶς τὴν πραγματικότητα τοῦ θανάτου, τὴν κατάσταση τοῦ σκότους, τῆς ἀπελπισίας, τῆς καταστροφῆς, ὅ,τι δηλαδὴ εἶναι ὁ θάνατος”[704] — κατάσταση πρωταρχικὰ ὄχι τῶν πολιτισμῶν ἀλλὰ τῆς προσωπικῆς σκέψης καὶ συνείδησης, “γιατὶ ἅδης νοεῖται [ἐπίσης] καὶ [κατὰ κύριο λόγο] ὁ ἄνθρωπος ποὺ περιέχει καὶ θέλει νὰ εἶναι δικό του τὸ κακό … δηλαδὴ [ὁ ἄνθρωπος ὅταν] οἱ σκέψεις καὶ ἐπιθυμίες τῆς ψυχῆς του εἶναι ἔγκλειστες μέσα στὸ σκοτάδι·