Τὴν δευτερεύουσα διάσταση, τῶν πολιτισμῶν καὶ τῶν παραδόσεων, προτάσσουν, συνειδητὰ ἢ μή, ὅσοι ἔχουν φυλακίσει τὴν ψυχή τους στὴν θνητὴ καὶ ἐφήμερη ζωή. Ἂν κάτι σώζεται στὸ τέλος τῶν καιρῶν, αὐτὸ δὲν εἶναι οἱ πολιτισμοὶ ἀλλὰ τὰ συγκεκριμένα ἀνθρώπινα πρόσωπα, τῶν ὁποίων “καὶ οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς ὅλες, ἔχουν ἀριθμηθεῖ”.[686] Σύμφωνα μὲ τὴν Ἐκκλησία ἡ σωτηρία προϋποθέτει ἀκριβῶς τέλεια ὑπέρβαση τῶν πολιτισμικῶν δεδομένων ἢ σκοπουμένων ὡς τέτοιων: εἴτε προφητεῖες, θὰ καταργηθοῦν· εἴτε γλῶσσες, θὰ πάψουν· εἴτε γνώσεις, θὰ καταργηθοῦν[687] — δὲν εἶναι ἡ γνώση, εἶναι τὸ αἴσθημα, εἶναι ὁ τρόπος, εἶναι τὸ ἄνοιγμα, εἶναι τὸ ἀγκάλιασμα…[688]

“Σὲ καθένα μας δόθηκε ἡ ἴδια ἐντολή, μὲ ἄλλα λόγια, κανείς μας δὲν εἶναι ἀδικημένος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μᾶς τιμάει ὅλους μὲ ἴσο μέτρο. Σὲ καθένα μας δόθηκε καὶ τὸ ἴδιο ‘ποσό’, ἂν μποροῦμε νὰ ἐκφρασθοῦμε ἔτσι, μὲ τὸ ὁποῖο ἀποκτᾶται ἡ ἔσχατη ἐφικτὴ στὸν ἄνθρωπο τελειότητα τῆς ἀγάπης, τὸ τίμημα τῆς ὁποίας γιὰ ὅλους καὶ γιὰ καθένα μας εἶναι τὸ ἴδιο: ὣς τὸ τέλος νὰ μὴ λυπηθεῖ τὸν ἑαυτό του. Τοῦτο δὲν σημαίνει μόνο νὰ ‘ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου καὶ παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσωμαι’,[689] ἀλλὰ νὰ ἀποταχθῶ ‘πᾶσι τοῖς ἐμαυτοῦ ὑπάρχουσιν’[690] [δηλαδὴ ὅλα ὅσα βρίσκονται] μέσα στὰ ὅρια τοῦ κτιστοῦ μου εἶναι, στὸν χωρισμό μου ἀπὸ τὸν Θεό, στὴν ἐγωϊστικὴ μόνωση καὶ ἀντίθεση πρὸς τὸν διπλανό μου, τὸν συνάνθρωπό μου … Κάθε λογικοῦ κτιστοῦ ὄντος ἡ ὕπαρξη κινεῖται μεταξὺ δύο ὁρίων: τὸ ἕνα, ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ ποὺ φθάνει ὣς τὸ μῖσος γιὰ τὸν ἑαυτό· τὸ ἄλλο, ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν ἑαυτὸ ποὺ φθάνει ὣς τὸ μῖσος γιὰ τὸν Θεό”.[691]