Η ΟΥΣΙΑ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς πνευματικότητας γίνεται ἀντιληπτὴ μὲ πληρότητα ὡς μαρτυρία τῶν ἀρχαίων ἀπὸ τὴν ἄσκηση καὶ κάθαρση ποὺ τοὺς χάρισε ὁ Ὢν ὁ Ἦν καὶ ὁ Ἐρχόμενος, προσωπικὰ στὸν καθένα τους μέσα Του, μὲ ὅλες τὶς ἐπαφές τους μὲ τὸν Ἴδιο καὶ μεταξύ τους, κατὰ τὸ ἐνδεχόμενον ἑκάστου τῶν ἀνθρώπων μετασχηματιζόμενος.[709]

Ἡ μαρτυρία αὐτὴ ἐνδιαφέρει, ὄχι μόνο ἐπειδὴ ἀπὸ αὐτοὺς προερχόμαστε, μὲ τὴν γλῶσσα τους σκεφτόμαστε, καὶ συνεχίζουμε νὰ θαυμάζουμε τὸ καλύτερό τους, ἀλλὰ ἀκόμη περισσότερο γιατὶ πρὶν ἀπὸ δύο χιλιάδες χρόνια βαφτίστηκαν καὶ μᾶς βάφτισαν στὸ Ὄνομα ποὺ κρατᾶμε ἀκόμη σήμερα: σκεπτόμενοι τοὺς ἀρχαίους μαθαίνουμε ποιὸς ἦταν ὁ γέροντάς μας, ποιὰ ἦταν ἡ ψυχὴ ποὺ ἔχασε καὶ ἀνανέωσε γιὰ τὸν Χριστό.

Μερικοὶ νομίζουν πὼς ἡ πίστη ὀφείλει νὰ περιφρονεῖ τὸν Πλάτωνα, ὡς ἐὰν μποροῦσε νὰ γίνει ἀρχὴ πνευματικῆς ζωῆς ἡ περιφρόνηση τῶν ἀρετῶν. Καὶ ἡ ἄνοια μεγαλώνει στοὺς νεοπαγανιστὲς τόσο πολύ, ὥστε νὰ ἔχουν τὸν Πλάτωνα γιὰ κάποιο χυδαῖο, ποὺ ζητάει τὰ πρωτεῖα τῆς φιλοσοφίας καὶ δὲν ἔχει ψυχή. Ἂν ὁ Ἀβραὰμ εἶδε καὶ χάρηκε,[710] ποιόν εἶδε καὶ πόσο χάρηκε ὁ μαθητὴς τοῦ Σωκράτη, ἐκεῖνος ποὺ ἄκουσε, ἀκολούθησε καὶ ἀκόμα εἰκόνισε τὴν Κλήση καὶ τὸν Σταυρό — ὅ,τι “σχεδὸν κανείς δὲν καταλαβαίνει”;[711]