Μπορεῖ κανεὶς νὰ διερωτηθεῖ, πῶς γνώρισαν τὸν Χριστὸ οἱ ‘πρὸ’ τῆς Γεννήσεως ἄνθρωποι, τί συνάγεται ἀπὸ ὅσα στοιχεῖα ἄμεσα ἢ ἔμμεσα μαρτυροῦν γιὰ τὸ νόημα τοῦ βίου τους; Ὅμως τὸ ἐρώτημα, πῶς μιὰ ἐποχὴ ἐξαναγκάζει στὴν πίστη ἢ τὴν ἀπιστία, δὲν εὐσταθεῖ, ἂν πράγματι καὶ καθολικὰ πρωταρχικὴ ἱκανὴ προϋπόθεση τῆς προσωπικῆς εὐσέβειας εἶναι ἡ καθαρὴ ἐλευθερία.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀναγνώριζε στὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη μεταθέσεις βίων καὶ σεισμοὺς γῆς — διὰ τὸ τοῦ πράγματος περιβόητον,[692] δηλαδή, ὄχι ἐπειδὴ προηγουμένως κάθε ἄνθρωπος ἀναγκαῖα ἦταν ἀποξενωμένος ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν ἦταν. Ἐφόσον ὁ Θεὸς “δὲν νόμιζε ὅτι πρέπει νὰ φροντίζει τοὺς ἀνθρώπους παρὰ τὴν θέλησή τους, ἀλλὰ νὰ τοὺς εὐεργετεῖ μόνο ἂν θέλουν”,[693] στὸν βαθμὸ ποὺ δὲν ἤθελαν, δηλαδὴ δὲν εἶχαν ἤδη ἀνοιχτὴ συνείδηση, δὲν συνέβαιναν σεισμοὶ ἀλλὰ κρότοι στὸ κενό — ποτέ δὲν ἔγιναν στὴν Κίνα, γιὰ παράδειγμα, μεταθέσεις βίων καὶ σεισμοὶ γῆς, οὔτε κἂν στὸ Ἰσραὴλ ἡ Καινὴ Διαθήκη.

Οἱ θεῖες φανερώσεις ἀποκτοῦν ἱστορικὴ σημασία στὸν βαθμὸ ποὺ ἐνισχύουν, τελειοποιοῦν καὶ ἀπηχοῦν στὴν δευτερεύουσα διάσταση, τῆς πολιτισμικῆς δημιουργίας, τὴν δύναμη ποὺ ἔχουν συγκεντρώσει οἱ προσωπικὲς συνειδήσεις: ἂν δὲν ὑπάρχει ὁ Μωϋσῆς, κι ἂν δὲν βρίσκεται ἤδη στὸ Ὄρος, δὲν δίνεται ἡ Παλαιὰ Διαθήκη· ἂν δὲν ὑπάρχει ὁ Πέτρος, ποὺ θὰ καταλάβει καὶ θὰ πεῖ ὅτι “Ἐσύ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος”,[694] δὲν δίνεται ἡ Καινὴ Διαθήκη· ἡ ἀλήθεια δὲν ἀπευθύνεται σὲ κουφούς. Ὁ Μωϋσῆς, ὁ Πέτρος, ὁ Ἰωάννης, καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι ποὺ ἔζησαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου, ἦταν ὅ,τι θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ὁποιοσδήποτε, ὅ,τι πολλοί σύγχρονοί τους καὶ προγενέστεροι πράγματι ἦσαν, στοὺς ὁποίους ἁπλῶς δὲν δόθηκαν τέτοια χαρίσματα, ὥστε νὰ εἶναι γνωστοὶ καὶ σὲ μᾶς σήμερα.