Ο ΑΓΙΟΣ Συμεὼν γράφει ὅτι “ὅπως τὴ νύχτα, μὲ τὰ αἰσθητὰ μάτια, βλέπουμε μόνο στὸν τόπο ποὺ ἀνάβουμε τὸ λυχνάρι μὲ τὸ φῶς, ἐνῷ ὅλος ὁ ὑπόλοιπος κόσμος εἶναι γιὰ μᾶς νύχτα, ἔτσι γιὰ ὅσους κοιμῶνται στὴ νύχτα τῶν ἁμαρτιῶν, ὁ ἀγαθὸς Κύριος γίνεται μικρὸ φῶς, ἂν καὶ εἶναι Θεὸς ἀχώρητος ἀπὸ ὅλα, ἐπειδὴ μᾶς λυπᾶται γιὰ τὴν ἀρρώστια μας.

“Καὶ ξαφνικὰ ἀνοίγοντας ὁ ἄνθρωπος τὰ μάτια του καὶ βλέποντας τὴν φύση τῆς ὕπαρξης ὅπως δὲν τὴν εἶχε δεῖ ποτέ, φθάνει σὲ ἔκπληξη κι ἀπὸ μόνα τους ἔρχονται ἀνώδυνα δάκρυα, μὲ τὰ ὁποῖα καθαρίζει καὶ βαφτίζεται τὸ δεύτερο βάφτισμα, αὐτὸ ποὺ λέει στὰ Εὐαγγέλια ὁ Κύριος, Ἂν κάποιος δὲν γεννηθεῖ ἀπὸ τὸ νερὸ καὶ τὸ Πνεῦμα δὲν πρόκειται νὰ μπεῖ στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν· καὶ πάλι, Ἂν κάποιος δὲν γεννηθεῖ ἀπὸ ψηλά — ἀπὸ ψηλὰ λέγοντας, ἐννοεῖ τὴν γέννηση ἀπὸ τὸ Πνεῦμα”.[721]

Ἡ ἔμπρακτη καὶ στοχαστικὴ διάνοιξη πρὸς τὴν μία ἀρχὴ μέσα ἀπὸ τὶς φανερώσεις τῶν ἀρετῶν της, ἡ φιλία τῆς σοφίας, δὲν προέκυψε ἀπὸ περιέργεια τί ἐστι τὸ ὄν, οὔτε ἀπὸ ἀνάγκη γιὰ ἐνδυνάμωση τοῦ ἐγώ: ἡγεῖται ὁ Λόγος τῆς Ἰλιάδας καὶ τῆς Ὀδύσσειας, “ὁ καρπὸς ὁ γεννημένος στὴν ἀγάπη, ἔργο θεῶν καὶ ἀνθρώπων”,[722] εἰκόνα τῆς ζωῆς ὡς μυστηρίου τῆς προσωπικῆς παρουσίας καὶ ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ. Τὸ Λόγον δέξασθαι προηγεῖται τοῦ Λόγον δοῦναι, καὶ ὁ Λόγος εἶναι Πρόσωπο. Ἡ φιλοσοφία γεννήθηκε ὡς ἀπόκριση σὲ μιὰ φωνὴ ποὺ ἄκουγαν παντοῦ, σχεδὸν ἀβέβαιοι γιὰ τὴν φύση της. Τὴν φιλοσοφία γέννησε ἡ ἀπορία ποιός ἀκριβῶς μιλάει,[723] τί θέλει,[724] ποιό εἶναι τὸ ὄνομά Του;[725]