Μὲ τὸ αἷμα ὁ νοῦς διενεργεῖ τὴν φυσικὴ ἑνότητα τοῦ σώματος καὶ γίνεται ὁ ἴδιος ἡ καρδιὰ τοῦ σώματός του, ἡ ὁποία, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Σωφρόνιο, “δὲν εἶναι μόνο ἕνα φυσικὸ ὄργανο ἢ τὸ ὄργανο τῆς ψυχικῆς ζωῆς, ἀλλὰ κάτι τὸ μεταφυσικό, τὸ ὁποῖο δὲν ὑπάγεται σὲ ὁρισμό, εἶναι ἱκανὸ νὰ πλησιάσει τὸν Θεό, τὴν πηγὴ κάθε ὑπάρξεως”,[663] ἢ νὰ τυφλωθεῖ καὶ νὰ γεννήσει κατώτερες σκέψεις, γιατὶ γενικὰ “ὁ νοῦς γεννάει τοὺς λογισμούς του στὴν καρδιά — εἴτε ἀγαθοὺς μέσα σὲ προσοχή, εἴτε πονηροὺς ὅταν δὲν ἔχει προσοχή”.[664] Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ὁ νοῦς πηγάζει καὶ συγκροτεῖ τὸν ὁλόκληρο ἄνθρωπο, κανείς δὲν σοφίζεται μὲ μετάγγιση αἵματος, τὸ ὁποῖο (θὰ ἔπρεπε νὰ) ἐνδιαφέρει ἰδίως ὅσους ἀσχολοῦνται μὲ ἐκπαιδευτικὰ ζητήματα. Στὴν ψυχοσωματικὴ ἑνότητα τῆς καρδιᾶς του ὁ νοῦς διενεργεῖ τὰ σφάλματα καὶ τὴν ἐλευθερία του.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ἐνδέχεται νὰ ἀποκτᾶ προσοχή, στρεφόμενος στὸ ἀόρατο, παίρνοντας σοφία, εὐλογία καὶ χαρά — ὄχι ἐπειδὴ ἀνακάλυψε τὴν ἀπόλυτη δεοντολογία καὶ τεχνική, ἀλλὰ ἐπειδὴ Ἐκεῖνος κατέρχεται στὸ ὁρατὸ καὶ τὸ ἁγιάζει: σαρκώθηκε γιὰ νὰ ἀγγίξει τὸ σῶμα τῆς ταπείνωσης καὶ νὰ καταργήσει τὸ κράτος τῆς κατάκρισης.[665]