Η ΑΓΝΟΙΑ τοῦ Ὀνόματος ἔπληττε τοὺς ἀρχαίους στὴν συμβολιστικὴ διάσταση, ἔχοντας ἔτσι μιὰ ἰδιαίτερη συμμετοχὴ στὴν ἄσκησή τους. Αὐτὸ γίνεται ἀντιληπτὸ στὴν ἀρχιτεκτονικὴ ἐπίσης. Ἡ ἀρχαιότητα συγκεντρωνόταν κυρίως σὲ ἱερὴ κατεύθυνση, δὲν ἀπολάμβανε ναοὺς στὸ σχῆμα τ’ οὐρανοῦ. Ἡ μετάβαση ἀπὸ τὸν Παρθενῶνα στὴν Ἁγιὰ Σοφιά, ἤδη στὴν ἀρχιτεκτονική της σημαίνει μετάθεση τῆς συνείδησης ἀπὸ τὴν ἡγεμονία τοῦ Θεοῦ,[701] ὁσοδήποτε στοργική, σὲ πληρότητα ἑνώσεως μαζί Του. Ὁ ναὸς δὲν ἐπικάθηται στὴν γῆ ἀλλὰ ἑνώνεται μαζί της καὶ τὴν ὑψώνει: οἱ εὐθεῖες γίνονται ἤπιες, χαμηλώνουν σὲ κλίμακα θόλων,[702] σκεπάζοντας τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν οὐρανὸ καὶ παρουσιάζοντας τὴν Οἰκουμένη ὅπως πλατὺ δέντρο, ὥσπου ἡ Εἴσοδος στὸ ἐντὸς τοῦ Φωτὸς καὶ τῶν Εἰκόνων ἀνακοινώνει μυητικὰ τὴν καινὴ πολιτεία τῶν Ἁγίων, “δῆμον Θεῶν περὶ τὸν Θεόν”.[703]

Ριζικὴ διαφορὰ οὕτως ἢ ἄλλως ἡ ἄγνοια τοῦ Ὀνόματος δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ δημιουργεῖ, γι’ αὐτὸ ἡ ‘μετὰ’ Χριστὸν ἐποχή, παρὰ τὴν ἀκριβέστερη θεολογία της, καθόλου δὲν ἀπέφυγε πλῆθος καταπτώσεων στὸν ἅδη τῆς ἀσημαντότητας.