“Αὐτὸ πάντως, Κέβη, μοῦ φαίνεται ὅτι σωστὰ λέγεται, πὼς οἱ Θεοὶ εἶναι ποὺ μᾶς φροντίζουν κι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε κτήματά τους”.[716] “Μόνος του ὁ Δίας μοιράζει τὰ ἀγαθὰ ὁ Ὀλύμπιος στοὺς ἀνθρώπους, καλοὺς καὶ κακούς, ὅπως θέλει ὁ ἴδιος στὸν καθένα”.[717]

Ἡ ἄγνοια τοῦ Ὀνόματος ὡς γλωσσικὰ ἀτελὴς συνείδηση, ἔκανε τὶς δυνάμεις καὶ φανερώσεις τοῦ Χριστοῦ, μέσα στοὺς τρόπους καὶ τοὺς βαθμοὺς μὲ τοὺς ὁποίους τὶς οἰκειοποιοῦντο καθένας, νὰ μοιάζουν διάφοροι θεοί.[718] Ἡ σύγκριση ὅμως εἶχε θετικὸ πρόσημο, φανέρωνε στὶς διαφορὲς δύναμη τῆς παιδείας, καὶ φύση τῆς παιδείας τὴν θεία φύση, ὁπότε ἡ ζωὴ ἐλευθερωνόταν ἀπὸ τὸ βίωμα τῆς ἀνάγκης. Ἡ σύγκριση ποτέ δὲν σήμαινε ἔκπτωση ἀλλὰ ὕψωση, ποτέ δὲν σταμάτησε νὰ σημαίνει ἀκόμα μεγαλύτερη ὕψωση πέρα ἀπὸ κάθε ἀτέλεια, ἑπομένως τὸν ὁρίζοντα καθαρῆς ὑπέρβασης κάθε διαίρεσης ὁποιασδήποτε, ὥστε οἱ ἔτσι ὑψούμενοι ἄνθρωποι ἀναγνωρίστηκαν πιὰ καὶ ἀποκλήθηκαν καθαρά, ὄχι κτήματα, ἀλλὰ “γεννήματα καὶ παιδεύματα τῶν θεῶν”.[719]

“Ἡ ἀνοιχτόκαρδη φιλοξενία, ἡ προτίμηση καὶ ὁ σεβασμὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἀντιπροσώπευε τὴν Εἰκόνα τῆς θεότητας, ἡ βεβαιότητα ὅτι καμμιά καλὴ σκέψη δὲν γεννιέται στὴν ψυχὴ χωρὶς τὴν κυρίαρχη θέληση τοῦ ὄντος ποὺ εἶναι ἀνώτερό μας, καὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ τίποτε νὰ κατορθώσει μόνος, μὲ τὶς δικές του μόνο δυνάμεις — ὅλα αὐτὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι γεμάτες οἱ σελίδες τῆς Ὀδύσσειας … ὅλα σκέψου νὰ τὰ βλέπει, νὰ τὰ ἀκούει, νὰ τὰ φαντάζεται καὶ νὰ τὰ μαντεύει ἕνας γέροντας. Κι αὐτὸς ὁ γέροντας νὰ εἶναι στερημένος ἀπὸ τὰ μάτια του, τὰ μάτια ποὺ ἔχουν ὅλοι οἱ ἄλλοι θνητοί. Κάτεχε ὅμως τὸ μάτι ἐκεῖνο τὸ ἐσωτερικό, ποὺ δὲν εἶχαν οἱ ὅμοιοί του … Μ’ ὅλη τὴν ἀτέλεια τῆς θρησκείας τους … ὁλόκληρο τὸ Εἶναι τῶν Ἑλλήνων κατόρθωσε νὰ ἀποβεῖ εὐγενικὸ καὶ μεγαλοπρεπές, ἀπὸ τὴν ὁμιλία τους ὣς τὴν μικρότερη χειρονομία τους, ὣς ἀκόμη καὶ τὶς πτυχώσεις τοῦ φορέματός τους. Μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι διαβλέπει σ’ αὐτοὺς τὴν θεία καταγωγὴ τοῦ ἀνθρώπου”.[720]