666 Ἰω. 1.14.

667 Β΄ Ἰωάν. 7· πρβλ. Φιλ. 3.20–21, καὶ Α΄ Ἰωάν. 2.22: “αὐτός εἶναι ὁ Ἀντίχριστος, ὅποιος ἀρνεῖται Πατέρα καὶ Υἱό.”

668 Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης, Περὶ τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος (ἀπὸ Σαχάρωφ, ὅ.π., σ. 541).

669 Γρηγόριος Νύσσης, Εἰς τὸ Ἆσμα Ἀσμάτων, τ. 6, σ. 17.

670 Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Περὶ θεολογίας, ἑκατοντὰς 1, κεφ. 82.

671 Ἔκκαρτ, Ὁμιλία 41, DW II, σ. 287· πρβλ. τὸν Αὐγουστῖνο, πολιτεία τοῦ Θεοῦ, βιβλ. 8, κεφ. 6, PL 41, 231, καὶ τὸν Πλωτῖνο, Ἐννεάδες 1, κεφ. 7, ἑν. 2.

672 Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, Ἠθικὸς 3, ΕΣΝΘ, τ. 2, σ. 157· πρβλ. τὸν Γρηγόριο Νύσσης, Εἰς τὸν βίον Μωϋσέως, κεφ. 2, ἑν. 179, Ἑβρ. 1.14, Ἰω. 15.15, 16.15.

673 Λόγος ιε΄, κεφ. 47.

674 Ἂς σκεφτοῦμε, γιὰ παράδειγμα, τὴν βασκανία, ἡ ὁποία δὲν ἐκδηλώνεται σὲ κανένα, ἂν δὲν ἔχει καὶ ὁ ἴδιος μέσα του τὶς ἀφορμές της, δηλαδὴ ἂν δὲν εἶναι ἐπίσης αὐτοβασκανία — ὅπως δὲν συμβαίνει θεραπεία, ἂν δὲν εἶναι ἐπίσης αὐτοθεραπεία. Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς λέει στοὺς θεραπευόμενους: πίστις σου σέσωκέ σε. Βάσκανος εἶναι ὁ ἀχάριστος — πρβλ. Αἰσχύλου, ἀπ. 1034 — ἑπομένως ὁ πονηρὸς ἐπίσης καὶ ἄπιστος. Ὁ Παῦλος ἐπιτιμᾶ τοὺς Γαλάτες, τίς ὑμᾶς ἐβάσκανε τῇ ἀληθείᾳ μὴ πείθεσθαι, οἷς κατ’ ὀφθαλμοὺς Ἰησοῦς Χριστὸς προεγράφη ἐν ὑμῖν ἐσταυρωμένος; (Γαλ. 3.1).