Καταλαβαίνουμε (καὶ) ἔτσι γιὰ τὴν χριστιανικὴ περίοδο ἐπίσης, ὅτι ἡ γνώση ἔχει μυστικὴ φύση καὶ πορεία, ἡ πεποίθηση δὲν ἀποτελεῖ ὁπωσδήποτε καὶ ὁποτεδήποτε κάτι ἀναγκαῖο ἢ ἔστω χρήσιμο — ἀντιθέτως! Ἂν ἡ πραγματικὴ παιδεία δὲν συμβαίνει ὡς ἰδεολογικὴ κατάρτιση, τὸ ψευδώνυμο τῆς κατήχησης δὲν τὴν ἀποδεικνύει ἁπλῶς ἄχρηστη: ἡ κατήχηση ζημιώνει δραματικὰ τὴν ἄσκηση ὅποιου δὲν εἶναι ἕτοιμος νὰ ἀκούσει, ἀπαξιώνοντας ἐκεῖνες ἀκριβῶς τὶς ἔννοιες ποὺ ἔχουν ἐκλεγεῖ νὰ προφυλάσσουν τὴν καρδιὰ τοῦ νοήματος.

Τὸ ὄνομα γεμίζει τὸν ἄνθρωπο σὰν νὰ εἶναι ναός του, τὸν μεταβάλλει σὲ τόπο τῆς θείας παρουσίας,[706] ἀλλὰ ποιός μπορεῖ νὰ ἀκούσει τὸ Ὄνομά Του — πότε; μετὰ ἀπὸ τί, ἢ μέσα σὲ τί;

Ὁ Ὕμνος τῆς Ἐκκλησίας εἰδοποιεῖ γιὰ τὸν Θεὸ ὅτι εἶναι ἀπορούντων ἀντίληψις.[707] Ὑπάρχουν προϋποθέσεις καὶ πρώτη ἡ ἀπορία, γιὰ νὰ εἰπωθεῖ τὸ Ὄνομα καὶ νὰ μὴν ἀκουστεῖ σὰν ἄδεια λέξη καὶ ἀφορμὴ συκοφαντίας. Ἤδη ὁ Πυθαγόρας συμβούλευε, τὴν περὶ θεῶν δόξαν καὶ λόγον μή πρόχειρον μηδὲ φανερὸν ἔχειν μηδὲ εἰς πολλοὺς προφέρειν.[708] Μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν πολλοὶ σὲ ἕνα ζευγάρι ἢ σὲ ἕνα ἄνθρωπο μόνο του. Ἡ ἔννοια τῶν ‘πολλῶν’ ὑποσημαίνει τὴν σπανιότητα τῆς γνήσιας προσωπικῆς ὕπαρξης καὶ τῶν προϋποθέσεών της.