Δὲν εἶναι μηχανικὸ ἔργο: τὸν λυπήθηκε, καὶ ἁπλώνοντας τὸ χέρι Του τὸν ἄγγιξε λέγοντας, ‘Θέλω, καθάρισε’, καὶ ἀμέσως ἔφυγε ἀπὸ αὐτὸν ἡ λέπρα καὶ καθάρισε.[679] — Προϋποθέτει ἀναγνώριση τῆς ἱερότητας τῆς στιγμῆς, ἀπρόσιτης στοὺς πολλούς: ὅταν ἀπομακρύνθηκε ὁ ὄχλος, μπῆκε μέσα, κράτησε τὸ χέρι της, καὶ τὸ κορίτσι σηκώθηκε.[680] — Εἶναι ἀπάντηση σὲ πίστη καὶ αἴτημα: τότε Τοῦ πρόσφεραν τὰ παιδιὰ γιὰ νὰ ἀκουμπήσει ἐπάνω τους τὰ χέρια Του καὶ νὰ προσευχηθεῖ.[681] — Σημαίνει ὑποχώρηση τῶν κοσμικῶν φροντίδων καὶ συγκέντρωση στὴν ἀπόλυτη ἀξία τοῦ συγκεκριμένου ἀνθρώπου: ὅταν ἔδυε ὁ ἥλιος, ὅλοι ὅσοι εἶχαν ἀσθενεῖς ἀπὸ διάφορες ἀρρώστιες τοὺς ἔφερναν σὲ Ἐκεῖνον, κι Ἐκεῖνος σὲ καθένα ξεχωριστὰ ἀκουμποῦσε τὰ χέρια Του καὶ τὸν θεράπευε.[682] — Συμβαίνει μέσα σὲ ἀγάπη: ἔσφιξε τὰ παιδιὰ στὴν ἀγκαλιά Του καὶ τὰ εὐλόγησε μὲ ὅλη τὴν δύναμή Του βάζοντας τὰ χέρια Του ἐπάνω τους.[683]

“ΜΗΠΩΣ δὲν καταλαβαίνετε τὸν ἑαυτό σας;” ρωτάει ὁ Ἀπόστολος, “ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι μέσα σας;”[684] Τὸ ὄνομα ἀπὸ μόνο του δὲν δίνει χάρη: ὁ Ἴδιος εἶναι ἡ Καινὴ Διαθήκη, καὶ Αὐτὸς δὲν ἔλειπε ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους. Κακῶς λέγεται μερικὲς φορὲς πὼς “ἡ Ἐνσάρκωση θέτει μιὰ οὐσιώδη διχοτομία τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου ἀνάμεσα στὰ ὅρια τῆς Δημιουργίας καὶ τῆς Παρουσίας.” Δὲν ἀληθεύει ὅτι “ἡ αἰώνια μοῖρα ἑνὸς ἀνθρώπου θὰ εἶναι ριζικὰ διαφορετική, ἀνάλογα μὲ τὸ ἂν ἔζησε πρὶν ἢ μετὰ τὴν Ἐνσάρκωση, χωρὶς νὰ φταίει σὲ τίποτα γι’ αὐτό”.[685] Δυστυχῶς τὴν παρεξήγηση τροφοδοτοῦν καὶ οἱ Ἐκκλησίες μὲ πολλὰ καὶ μὲ τὸ ἴδιο τὸ ἡμερολόγιο τῆς ‘πρὶν’ καὶ ‘μετὰ’ τὸν Χριστὸ ψευδο–διαιρέσεως.