“Ἅδης δὲν εἶναι κάποιος τόπος, ἀλλὰ στὴν βιβλικὴ γλῶσσα σημαίνει ἀκριβῶς τὴν πραγματικότητα τοῦ θανάτου, τὴν κατάσταση τοῦ σκότους, τῆς ἀπελπισίας, τῆς καταστροφῆς, ὅ,τι δηλαδὴ εἶναι ὁ θάνατος”[704] — κατάσταση πρωταρχικὰ ὄχι τῶν πολιτισμῶν ἀλλὰ τῆς προσωπικῆς σκέψης καὶ συνείδησης, “γιατὶ ἅδης νοεῖται [ἐπίσης] καὶ [κατὰ κύριο λόγο] ὁ ἄνθρωπος ποὺ περιέχει καὶ θέλει νὰ εἶναι δικό του τὸ κακό … δηλαδὴ [ὁ ἄνθρωπος ὅταν] οἱ σκέψεις καὶ ἐπιθυμίες τῆς ψυχῆς του εἶναι ἔγκλειστες μέσα στὸ σκοτάδι·

“κι ὅταν ἀκούσεις γιὰ μνημεῖο, δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπεις ἐδῶ — μνημεῖο καὶ τάφος εἶναι ἡ ἴδια ἡ καρδιά σου”.[705]

Ο ΝΕΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ γνώρισε κυρίως τὸ Πατρικὸ Πνεῦμα τοῦ Λόγου, ἐνῷ ἡ ἀρχαιότητα Θεοὺς Λόγους τοῦ Πατρικοῦ Πνεύματος. Ὑπὸ τὸ σχῆμα αὐτὸ μπορεῖ κανεὶς νὰ συνοψίσει τὴν κύρια διαφορὰ σὰν μιὰ δύναμη ἄσκησης, ἡ ὁποία ὄχι μόνο δὲν ἀπέκλειε ἀλλὰ καὶ ἐνίσχυε μὲ τὸν τρόπο της τὴν προσωπικὴ καθενὸς ἑνότητα μὲ τὸν Λόγο. Κι ὅπως καθένας ποὺ ἐπρόκειτο νὰ σωθεῖ, μάθαινε μυστικὰ τὸ Ὄνομά Του στὸν βαθμὸ ποὺ πέθαινε γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἔτσι στὴν δευτερεύουσα διάσταση, ὅταν ἡ ἴδια ἡ ἀρχαία παράδοση πέθανε γιὰ τὸν ἑαυτό της, ἔμαθε καὶ στὴν διάσταση αὐτὴ τὸ Ὄνομά Του.