“Τί λές, χαδούλη μ’! Τί λές, πιδί μ'” ἀπήντησε φιλοῦσα αὐτὸν ἡ παπαδιά. “Ἐγώ, ἂν πάω, γιὰ σένα θὰ πάω, γυιέ μ’, κι ἂν ἀπομείνω, γιὰ σένα θ’ ἀπομείνω, γυιόκα μ’, γιὰ νὰ μὴν κρυώσης. Ὅπως ἀποφασίση ὁ παπᾶς σ’, μικρό μ’. Τώρα, σύρ’ νὰ πῇς τὴν προσευχή σ’ καὶ νὰ κάμῃς μετάνοια τ’ παπᾶ σ’, νὰ πλαγιάσῃς, γιὰ νὰ μὴ μαργώνῃς, κανάρι μ’!” “Ναί, θὰ πᾶς, ἀμ’ δὲ θὰ πᾶς!” ἔκραξε τὸ Μυγδαλιώ, ἀπαντῶσα εἰς ἓν ρῆμα τῆς μητρός της.

“Σιωπᾶτε! Ἀκόμα δὲν ἀποφασίσαμε τίποτε, κι ἐσηκώσατ’ ἐπανάσταση” εἶπεν ὁ παπᾶς. “Νὰ ἰδοῦμε τί θὰ μᾶς πῇ κι ὁ μπαρμπα-Στεφανῆς”.

Εἴτα στραφεὶς πρὸς τὴν παπαδιά: “Μᾶς φέρανε τίποτε λειτουργίες, μπάριμ;” Ἡ παπαδιὰ ἔδειξε διὰ τοῦ βλέμματος, σκεπασμένας μὲ ραβδωτὴν δίχρουν σινδόνα, τὰς ὀλίγας προσφορᾶς, ὅσας εἶχαν φέρει εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἱερέως τινὲς τῶν ἐνοριτισσῶν, μέλλουσαι νὰ μεταλάβωσι τὴν ἐπαύριον, παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων. Ἡ θειὰ τὸ Μαλαμὼ τὰς εἶχεν ἰδεῖ πρὸ πολλοῦ, καὶ προσεπάθει νὰ τὰς ξεσκεπάση οἱονεὶ μὲ τὰς ἀκτῖνας τοῦ βλέμματος, νὰ μαντεύσῃ ὡς πόσαι νὰ ἦσαν.

“Μᾶς βρίσκεται καὶ τίποτε παξιμάδι;” ἠρώτησε πάλιν ὁ ἱερεύς.