“Καπετὰν Στεφανῆ” εἶπεν ὁ ἱερεύς, “τί λές, μ’ αὐτὸν τὸν καιρὸ μπορεῖ κανεὶς νὰ πάῃ στὸ Κάστρο μὲ τ’ βάρκα, ἀπὸ Σταβέτ;”

“Ἀπὸ Σταβέτ; Μὲ τ’ βάρκα; Στὸ Κάστρο;” ἠκούσθη ἀπὸ τῆς θύρας ὡς καινή τις πρωθύστερος καὶ ἀνάστροφος ἐρωτηματικὴ ἠχώ.

Ἦτο ὁ μαστρο-Πανάγος ὁ μαραγκός, μὲ τὴν κεφαλὴν προέχουσαν εἰς τὸ ἀνώφλιον, μὲ τὴν μίαν πλευρὰ οἱονεὶ κολλημένην ἐπὶ τοῦ παραστάτου.

Ἀλλ’ ὁ μπαρμπα-Στεφανῆς, μόλις ἤκουσε τὴν ἐρώτησιν τοῦ ἱερέως, καὶ χωρὶς νὰ σκεφθῆ πλέον τοῦ δευτερολέπτου, μὲ τὴν χονδρήν, ταχεῖαν κι ἐμπερδεμένην προφοράν του, ἀνέκραξε:

“Μπράβο, μπράβο! Ἀκοῦς, ἀκοῦς! Στὸ Κάστρο; μετὰ χαρᾶς! Ὄρεξη νάχης, ὄρεξη νάχης, παπᾶ!”

“Νά ἄνθρωπος!” εἶπεν ὁ παπᾶς. “Ἔτσι σὲ θέλω, Στεφανῆ! Τί λές, εἶναι κίνδυνος;”

“Κίντυνος, λέει; Ντὶπ καταντίπ, καθόλ’! Ἐγώ σᾶς παίρνω ἀπάνου μ’, παπᾶ. Μοναχὰ πὼς μπορεῖ νὰ κρυώσετε, τίποτε ἄλλο. Θὰ ‘ρθῆ κι ἡ παπαδιά, θὰ ‘ρθῆ κι ἄλλος κόσμος, πολὺς κόσμος; Ἡ βάρκα εἶναι μεγάλη, κατάλαβες, παίρνει κι τριάντα νομάτοι, κι σαράντα νομάτοι, κι μ’ οὗλες τὶς κουμπάνιες σας, μὲ τὰ σέγια σας, μὲ τὰ πράματά σας. Κι ἡ φουρτοῦνα τώρα, κατάλαβες, ὅσο πάει κι πέφτ’. Ταχιὰ θὰ ‘χουμε καλωσύνη, μπονάτσα, κάλμα. Ὅλο κι καλοσ’νεύει, νά, τώρα καλοσύνεψε!”