“Ἐδῶ, ἐδῶ εἶν’ ἕνα λιμανάκι, παπᾶ, κατ’ ἀπ’ τὸ Πρυΐ, ἀποκάτ’ ἀπ’ τὴν Ἁγία Ἀναστασιά, στὰ Μποστάνια”.

“Θυμᾶσαι καλά, Στεφανῆ;”

“Ὅπως ξέρ’ς ἡ ἁγιωσύνη σ’ τὰ γράμματα τσ’ ἐκκλησιᾶς ἀπ’ ὄξου, παπᾶ, ἔτσι κι ἐγὼ τὰ ξέρω ἀπ’ ὄξου ὅλα τὰ λιμανάκια, τοὺς κάβους, κὶ τ’ς ἀμμουδιές, ὅλες τὶς ξέρες κὶ τὰ γκρίφια κὶ τὰ θαλάμια”.

Καὶ προσήγγισαν μὲ πολὺν κόπον καὶ ἀγῶνα καὶ βάσανον, βρεγμένοι, θαλασσοπνιγμένοι, μισοπαγωμένοι. “Ἐκεῖ, ἐκεῖ διαναστάει”.

Ὑπῆρχεν ἓν θαλάσσιον μάρμαρον, ὡς φυσικὴ ἀποβάθρα, πότε καλυπτόμενον ἀπὸ τὸ κῦμα, πότε ἀνέχον ὑπεράνω τῆς θαλάσσης. Τὴν φορὰν ταύτην τὸ ἐκάλυπτε καὶ δὲν τὸ ἐκάλυπτε τὸ κῦμα. Ἐπλησίασαν καὶ ἠσθάνθησαν πάραυτα τὸ εὐάρεστον αἴσθημα τῆς παύσεως τοῦ σάλου καὶ τῆς προσεγγίσεως εἰς σκεπαστὸν καὶ εὐλίμενον μέρος.

“Πάντα κατευόδιο!” εἶπε ποιῶν τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ὁ κὺρ Ἀλεξανδρῆς, ὅστις τότε ἐξεζαλίσθη κι ἐστάθη εἰς τοὺς πόδας του.

Ἐπήδησαν εἷς εἷς ἔξω· ἐξεφόρτωσαν τὰς ἀποσκευὰς καὶ ἠλάφρυναν τὴν βάρκαν. Ἀνάμεσα εἰς τὸ μάρμαρον καὶ εἰς τὴν κρημνώδη ἀκτὴν ἐσχηματίζετο μικρὰ ἀμμουδιά, ὅση θὰ ἤρκει διὰ νὰ σύρῃ ἁλιεὺς τὴν ψαροπούλαν του, γυρμένην ἀπὸ τὴν μίαν πλευρὰν ἐπὶ τῆς ἄμμου, καὶ νὰ ἐξαπλωθῆ καὶ αὐτὸς ὑπὸ τὴν ἄλλην πλευρὰν νὰ κοιμηθῆ θεωρῶν τοὺς ἀστέρας.